Για άλλη μια φορά υπήρχε μεγάλος σκεπτικισμός για το αν θα έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει στη Γιουροβίζιον. Οι εφημερίδες σχεδόν απαίτησαν (και μάλιστα με στέρεα επιχειρήματα) μια ελληνική συμμετοχή. Μετά την πρώτη ακρόαση, από την Α’ βάθμια επιτροπή προκρίθηκαν 10 τραγούδια για τον τελικό. Σκάνδαλο δημιουργήθηκε, όταν ανακοινώθηκε πως από αυτά τα 6 ψηφίστηκαν κοντά στη «βάση», ενώ τα υπόλοιπα 4 ήταν «κάτω από τη βάση» και ότι οι συνθέσεις που ακούστηκαν δεν ήσαν οι προσδοκώμενες. Αποτέλεσμα αυτού του σκανδάλου ήταν η Β’ βάθμια επιτροπή να αποτελείται από 15 τηλεοπτικούς συντάκτες ημερησίων εφημερίδων (σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τα πολύ αρνητικά σχόλια που έκαναν συστηματικά για τις ελληνικές συμμετοχές). Η επιλογή έγινε στο στούντιο ραδιοφωνίας της ΕΡΤ-1 και ήταν κλειστή. Τα πέντε πρώτα σε βαθμολογία εκτελέστηκαν και δεύτερη φορά εν είδει big final, πριν βγει το νικητήριο, παρόλο που ορισμένα τα άκουσαν αρκετές ακόμα φορές, πριν καταλήξουν οριστικά. Υπάρχει μια φήμη ότι ένα από τα τραγούδια ερμήνευσε ο Θέμης Αδαμαντίδης. Ίσως πρόκειται για σύγχυση, διότι με τίτλο «Φοβάμαι» είχε κυκλοφορήσει ένα τραγούδι του το 1983. Χάρη στην εμπλοκή των δημοσιογράφων, η επιλογή του 1985 είναι η μόνη από τις κλειστές, της οποίας γνωρίζουμε όλα τα υποψήφια τραγούδια και τους συντελεστές τους, πλην των ερμηνευτών. Από ανασύνθεση πληροφοριών ξέρουμε ή εικάζουμε ότι διαγωνίστηκαν ο Δημήτρης Λυδός (υποψήφιος 1983), ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, ο Θέμης Ανδρεάδης, ο Γιώργος Λαιμός, η Αφροδίτη Φρυδά (GRE 88), η Ελένη Δήμου (υποψήφια 1992), ο Κώστας Καράλης (αδερφός της Ελπίδας-GRE 79), ο Βαγγέλης Μπιτζαράκης και -με επιφύλαξη- η Δούκισσα.
Ο Τάκης Μπινιάρης πήρε 12 ψήφους (με μάξιμουμ τις 15), που σημαίνει πως τα περισσότερα τραγούδια δεν πήραν ούτε μία ψήφο. 2η η Ελένη Δήμου, με το Καληνύχτα παιδί, το οποίο επελέγη ως αναπληρωματικό και δύο χρόνια μετά έμελλε να κερδίσει το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τη φωνή του Γιάννη Γαρδέλη και –στα φωνητικά- του (νέου) συνθέτη Χρήστου Κωνσταντινίδη. Το 1985 η Σέβη Τηλιακού είχε δώσει τους ίδιους στίχους στον Ζακ Ιακωβίδη, επομένως ήταν άλλη η μουσική, πρόκειται για άλλο τραγούδι!
Η πρωτοβάθμια επιτροπή -πάντως- έσπευσε να δηλώσει ότι οι συνθέσεις που ακούστηκαν δεν ήταν οι προσδοκώμενες, ενώ η δευτεροβάθμια τόνισε την ανάγκη προετοιμασίας για σωστή σκηνική παρουσία και τη δημιουργία ενός καλού, από αισθητικής απόψεως, φιλμ. Επιπλέον τόνισαν ότι τουλάχιστον τα οκτώ από τα δέκα υποψήφια τραγούδια είχαν σαφές πολιτικό μήνυμα. Ο Τύπος σημείωσε ιδιαίτερα το χαμηλό επίπεδο των υποψηφίων τραγουδιών, κάτι που είχε διαρρεύσει, όπως προαναφέραμε, ήδη από την πρωτοβάθμια επιτροπή (δια στόματος Βάσου Μαθιόπουλου). Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο πρόεδρος της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων και στιχουργός ενός από τα τραγούδια, Μάκης Αποστολάτος, απαίτησε να αποσυρθεί πάραυτα το τραγούδι του, διότι δεν δεχόταν ότι ήταν χαμηλού επιπέδου. Η ΕΡΤ έσπευσε να διευκρινήσει ότι ο κύριος Μαθιόπουλος δεν εξέφραζε προσωπική άποψη αλλά διάβασε το πρακτικό της συνεδρίασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής. Έτσι η κρίση αποσοβήθηκε… Στο ίδιο θέμα, βέβαια, επανήλθαν οι συνθέτες Χρήστος Κωνσταντινίδης («Η κριτική επιτροπή υπήρξε αυστηρή. Ποια είναι η ποιότητα; Κάπου έχουν μείνει πίσω και δεν έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη της μουσικής») και Ζακ Ιακωβίδης («Δεν συμφωνώ με την επιτροπή για το θέμα της ποιότητας όσον αφορά στο δικό μου τραγούδι, γιατί τα άλλα δεν τα γνωρίζω»). Ο πρώτος είχε γράψει το Pension Sweet Home, το οποίο ξαναείδαμε να διαγωνίζεται το 2002 στον ανοιχτό τελικό!
Νέο όμως σκάνδαλο ξέσπασε όταν μια αναγνώστρια (Ειρήνη Γαϊτη) διαβεβαίωσε ότι άκουσε το τραγούδι, στη μπουατ «Μαγιάρ» (απαγορευόταν η δημόσια ακρόαση, πριν από τις 30 Μαρτίου), καταγγέλοντας ότι αρκετός κόσμος το άκουσε εκείνο το βράδυ μαζί της. Η ΕΡΤ αμέσως έσπευσε να ακυρώσει (!) το τραγούδι, ενώ ο Τάκης Μπινιάρης δήλωνε: «Έχω πέσει από τα σύννεφα! Δεν ξέρω τι να πω. Το τραγούδι δεν το έχω πει στο κέντρο. Τα έχω χαμένα, δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω!». Εν τω μεταξύ και το αναπληρωματικό τραγούδι είχε ήδη ακουστεί δημόσια, αφού η Ελένη Δήμου το ερμήνευε κάθε βράδυ στο κέντρο που εμφανιζόταν. Ετοιμαζόταν λοιπόν το κανάλι να καλέσει εκ νέου την επιτροπή, για να διαλέξουν ανάμεσα στα υπόλοιπα οκτώ! Κι ενώ είχε ήδη προκληθεί πανικός από τους δημοσιογράφους και ο Βάσος Μαθιόπουλος απειλούσε θεούς και δαίμονες με μηνύσεις, για εξαπάτηση της ΕΡΤ, με κίνδυνο να εκτεθεί η χώρα, είχαν δε περιθώριο μόνο 10 ημέρες, για να υποβάλουν τραγούδι, ξαφνικά εμφανίστηκε η επιστολή από το κανάλι και συγκεκριμένα από τον Νομικό Σύμβουλο, Ν. Παρασκευόπουλο, ότι έλαβε γραπτές διαβεβαιώσεις από τον Τάκη Μπινιάρη και από τη Μάρω Μπιζάνη ότι ούτε οι στίχοι, ούτε η μουσική είχαν ποτέ διαρρεύσει ή ακουστεί και επομένως η ΕΡΤ εμμένει στην αρχική επιλογή της, κάτι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων (αλλά και… γελοιογραφιών!) για την ασυνέπεια του καναλιού. Επιπλέον, η καταγγέλουσα δεν εμφανίστηκε, για να στηρίξει την καταγγελία της, έτσι αυτή θεωρήθηκε ως ανύπαρκτη. Επιπροσθέτως, άνθρωποι που έστελναν τέλεξ και τηλεγραφήματα στις εφημερίδες και υποστήριζαν το ίδιο, δεν προχώρησαν ποτέ σε ένορκη κατάθεση ενώπιον της ΕΡΤ. Ο Τάκης: «Τελικά, θελω να ελπίζω ότι όλη αυτή η ανωμαλία θα μου φέρει γούρι!». Το «κάζο» (όπως το χαρακτήρισαν οι εφημερίδες) δεν είχε ακόμα τελειώσει: ο Ζακ Ιακωβίδης, η Σέβη Τηλιακού και η Ελένη Δήμου έστειλαν εξώδικο στην ΕΡΤ, διαμαρτυρόμενοι για τη μη ακύρωση του τραγουδιού, παρά τις επώνυμες καταγγελίες που υπήρχαν. Παράλληλα, ο συνθέτης που είχε έρθει (σύμφωνα με δημοσίευμα) τρίτος, ο Γιώργος Λαιμός, δήλωνε πως το αδιάβλητο της διαδικασίας είχε εξανεμιστεί, καθώς είχαν ανακοινωθεί οι συντελεστές των 10 επικρατέστερων τραγουδιών, κάτι που απαγορευόταν να γίνεται σε κλειστή επιλογή. Δεν ξέρουμε αν το γεγονός πως ο Τάκης Μπινιάρης υπήρξε προσωπικός βάρδος του Ανδρέα Παπανδρέου (αργότερα και της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη) έπαιξε κάποιο ρόλο. Μάλλον όχι.
Ο Tύπος κατηγόρησε κυρίως την ΕΡΤ, η οποία –με τις καθυστερήσεις της- δεν έδωσε στον καλλιτέχνη τον απαιτούμενο χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα. Επιπλέον, στάθηκε στη δημοσιοϋπαλληλική ρουτίνα που χαρακτηρίζει τους υπευθύνους δημοσίων σχέσεων του καναλιού, την ασχετοσύνη των «ειδικών» της κριτικής επιτροπής, αλλά και την αδιαφορία (και τσιγκουνιά) της δισκογραφικής του ίδιου του καλλιτέχνη. Ο ίδιος ο Τάκης Μπινιάρης δικαιολόγησε το τρακ, λέγοντας πως επρόκειτο για ένταση την οποία ήθελε να δηλώσει, σφίγγοντας –λίγο παραπάνω- το μικρόφωνο. Είπε ότι είδε 15 φορές το βίντεο και δεν διαπίστωσε κανένα τρακ, ούτε τη φωνή του να είναι φάλτσα, άχρωμη ή λίγη. Ομολόγησε δε ότι έκανε την εξής δήλωση, όταν ήταν στη Σουηδία: «Έχετε παραμορφώσει το θεσμό του φεστιβάλ, γιατί εδώ είναι φεστιβάλ τραγουδιού και όχι σώου φέστιβαλ!». Προσέθεσε δε ότι όλα τα τραγούδια ήταν τρεις νότες με παραλλαγές και άλλα παρόμοια, απαξιωτικά για το θεσμό της Γιουροβίζιον. Το μοναδικό του πρόβλημα ήταν αν θα τραγουδήσει καθιστός με μια κιθάρα ή όρθιος! Πάντως η λιτή του εμφάνιση στα λευκά με μοδάτη κόμμωση “Φάρα Φώσετ” έχει καταγραφεί ως μία από τις καλύτερες. Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε επτά χώρες: τις τέσσερις Σκανδιναβικές, την Ιρλανδία, τη Γαλλία και το Ισραήλ.
Η Μάρω Μπιζάνη είπε τους στίχους στον Τάκη Μπινιάρη από το τηλέφωνο μεταξύ 5 και 7 Φεβρουαρίου. Εκείνος, το αφιέρωσε στον πατέρα του που είχε πεθάνει τέσσερις μήνες πριν. Έχει περιεχόμενο ερωτικό και κοινωνικό (σοσιαλιστικοί στίχοι και ταξική αγάπη) και το έγραψε ενάμιση μήνα πριν από την επιλογή. Ο Tύπος σχολίασε αρνητικά τους στίχους, ιδίως μετά την κακή θέση που πήρε, διότι θεώρησε ότι τα τραγούδια με προβληματισμό δεν έχουν θεση στο διαγωνισμό. Όσο για τον ίδιο, σε εκπομπή αποκήρυξε το διαγωνισμό λέγοντας ότι δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι πήρε μέρος στην επιλογή με δικά του έξοδα (μόνος του πλήρωσε τα έξοδα ηχογράφησης, έπαιξε τα όργανα, έκανε τα φωνητικά και την ενορχήστρωση), χωρίς τη στήριξη δισκογραφικής εταιρείας (η δική του τον είχε εγκαταλείψει, τον… ξαναθυμήθηκε όμως μετά τη νίκη του). Μετά από χρόνια δήλωσε: «Παίζονταν πολλά παιχνίδια εταιρειών. Τότε ήθελαν να πάει το δεύτερο τραγούδι με την Ελένη Δήμου. Ενώ βγήκα πρώτος με 7 ψήφους διαφορά, προσπαθούσαν να μου ακυρώσουν τη συμμετοχή. Οδηγήθηκα στη Σουηδία με σπασμένα νεύρα. Η ΕΡΤ δεν έδινε χρήματα. Μου είχαν πληρώσει μόνο ένα πουκάμισο και στην επιστροφή μού είπαν διάφορα αναληθή».
Το τραγούδι επρόκειτο να ενορχηστρώσει και διευθύνει ο Γιώργος Νιάρχος (τελικά πήγε ο Χάρης Ανδρεάδης αντ’ αυτού). Η Μάρω Μπιζάνη: «Βλέπω το ‘Μοιάζουμε’ ανάμεσα στα 4 πρώτα!». Υπήρχε επίσης διάχυτη μια ευφορία, καθώς λίγο καιρό πριν ο Παναθηναϊκός είχε κερδίσει στο Γκέτεμποργκ και ήλπιζαν να συμβει το ίδιο και στη Γιουροβίζιον.
Το –εξαιρετικό-, φιλμάκι γυρίστηκε στο Σούνιο μέσα σε τρεις ημέρες από τον Σταύρο Ζερβάκη. Επί σκηνής τέσσερεις πολύ όμορφες χορωδοί, που όμως η κάμερα δεν έδειξε σχεδόν καθόλου: Αλκμήνη Κασιώτου, Ελένη Οικονομίδου, Ρούλα Κατσαρού και Ντορίτα Στέρη (ξαδέρφη της χορεύτριας Νάντιας Φοντάνα). Από πηγές γνωρίζουμε και τα ονόματα: Σταυρούλα Χονδρογιάννη και Θεοδώρα Κανάρη, οι οποίες όμως δεν ήταν στη σκηνή (ίσως είχαν βοηθήσει στις πρόβες, δεν το γνωρίζουμε με βεβαιότητα). Ανεπανάληπτη ήταν και η παρουσίαση που του έκανε η Lill Lindfors, σε άψογα ελληνικά, με την αισθαντική φωνή της: «και τώρα, ένα τραγούδι από την Ελλάδα: ‘Μοιάζουμε’, ‘we look alike’».
H σχέση Ελλάδας και Κύπρου ήταν καρμική εκείνη τη χρονιά: είχαν τον ίδιο μαέστρο, τον Χάρη Ανδρεάδη (είναι η μοναδική φορά που μαέστρος, εκτός του αρχιμαέστρου κάθε Γιουροβίζιον διευθύνει για δύο διαφορετικές χώρες), αντάλλαξαν οκτώ βαθμούς, για να καταλάβουν αμφότερες τη 16η θέση, με 15 βαθμούς η καθεμία!