Τα δάνεια καλλιτεχνών σε και από ξένες χώρες είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται ήδη από τα πρώτα χρόνια του διαγωνισμού και μάλιστα σπάζοντας τα ευρωπαϊκά όρια, αφού ανέβηκαν στη σκηνή καλλιτέχνες από όλες τις ηπείρους. Αυτό συνέβαινε για διάφορους λόγους: α) επιπλέον προβολή τόσο στη χώρα του αλλοδαπού καλλιτέχνη, όσο και σε εκείνη που τον φιλοξενούσε, β) αλίευση ψήφων από τη χώρα αυτή, ενδεχομένως και ανταλλαγή βαθμών, γ) επιθυμία να δοθεί ένα πιο διεθνές προφίλ στους εθνικούς τελικούς, δ) δυνατότητα κάποιων μάνατζερ να προωθήσουν συγκεκριμένους καλλιτέχνες, κάνοντας ένα πρώτο βήμα στη διεθνή αγορά, ε) ανάγκη για επέκταση της μουσικής πέρα των στενών ορίων ενός κράτους, στ) έμμεση συμμετοχή χωρών που είτε δεν ήθελαν, είτε δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στη Γιουροβίζιον.
Έτσι, λοιπόν, ακόμα και η συμμετοχή, πόσω μάλλον η νίκη, ενός π. χ. Σκανδιναβού καλλιτέχνη στον γερμανικό τελικό, προσέδιδε προβολή στη Γερμανία, αλλά και ψήφους από τη Σκανδιναβία, της έδινε άλλο ευρωπαϊκό αέρα, μα και τη φήμη χώρας ανοιχτής σε ξένους πολιτισμούς και κουλτούρες, οι δε γνωριμίες μεταξύ των ανθρώπων του χώρου αποδεικνύονταν πολύτιμες, μιας και ο εν λόγω Σκανδιναβός καλλιτέχνης θα έκανε καριέρα και στη Γερμανία και αντίστοιχα οι Γερμανοί συνάδελφοί του άνοιγαν ένα παράθυρο προς τη Σκανδιναβία.
Κάπως έτσι, ορισμένοι Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν είχαν διέξοδο να προβληθούν μέσω Ελλάδας ή Κύπρου ή απλώς είχαν κάποια πρόσβαση στο εξωτερικό και προσέβλεπαν σε διεθνή προβολή, φιγουράρουν σε εθνικούς τελικούς, ακόμα και στη σκηνή της Γιουροβίζιον. Η συλλογή αυτών των στοιχείων ήταν πάρα πολύ δύσκολη και χρονοβόρα. Η δημιουργία του Youtube, η ψηφιοποίηση έντυπου υλικού και η ανακάλυψη/αποκάλυψη αρχείων, κυρίως της γαλλικής, αλλά όχι μόνο, τηλεόρασης, που μέχρι πρότινος ήταν απρόσιτα, έδωσαν νέα ώθηση στην έρευνα. Θα εξετάσουμε μία –μία τις περιπτώσεις με χρονολογική σειρά, εξαιρώντας την Κύπρο, για ευνόητους λόγους.
Πολύ παλιά, χαμένη στα βάθη του χρόνου, είναι η συμμετοχή του George Guétary (κατά κόσμον Λάμπρος Βορλόου· 1915-1997), Έλληνα από την Αλεξάνδρεια, με τρία τραγούδια στη γαλλική επιλογή του 1960, “C’est Noël à Paris” (= Είναι Χριστούγεννα στο Παρίσι), “Grande-Mère” (= Γιαγιά) και “On s’aimera” (= Θα αγαπιόμαστε), όπου διαγωνίστηκαν 38 τραγούδια, αλλά η κατάταξή τους είναι άγνωστη. Ο συγκεκριμένος, που ήταν επίσης χορευτής, ηθοποιός και κομπέρ, ειδικεύτηκε στα μιούζικαλ και έκανε μεγάλη καριέρα στη Γαλλία, αλλά και τις Η.Π.Α., μάλιστα έπαιξε στις διάσημες ταινίες Le cavalier noir (1945) και An American in Paris, στο πλευρό του Gene Kelly. Εάν επιλεγόταν, θα ήταν ο πρώτος Έλληνας που θα είχε βρεθεί στη σκηνή της Γιουροβίζιον.
Την τιμή αυτή έμελλε να πάρει ο Τζίμης (Δημήτριος) Μακούλης (1935-2007), γνωστός crooner, με εντυπωσιακή πορεία στις γερμανόφωνες χώρες. Αυτό συνέβη, διότι στα μέσα της δεκαετίας του ’50, και ενώ είχε «στρωμένη» καριέρα στην Ελλάδα και την Κύπρο, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Γερμανία. Εκεί έκανε δύο μεγάλα χιτ, το “Auf Cuba sind die Mädchen braun” (1956-#5) και “Gitarren klingen leise durch die nacht” (1959-#4), ενώ συνέχισε να μπαίνει στα γερμανικά charts μέχρι το 1964 με μικρότερης εμβέλειας επιτυχίες. Κάπως έτσι τον επέλεξε με εσωτερική διαδικασία η αυστριακή τηλεόραση. Το “Sehnsucht” (= Λαχτάρα, επιθυμία) του Jimmy Makulis, όπως λεγόταν πλέον, δυστυχώς κατέληξε στην 15η και τελευταία θέση με ένα μόλις βαθμό. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο δεν το ηχογράφησε ποτέ, κάτι που συνέβη με ελάχιστες γιουροσυμμετοχές. Το 1962 πήρε μέρος στο Schlagerfestspielen του Wiesbaden, το οποίο τότε λειτουργούσε ως η γερμανική επιλογή της Γιουροβίζιον, με το Ich habe im Leben nur dich (11ος και τελευταίος με 0 βαθμούς), το οποίο όμως έγινε επιτυχία (#17). Το 1965 μετέβη στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε τη λαμπρή καριέρα του, μέχρι το 1985, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα. Ένα χρόνο πριν μετείχε στον κυπριακό τελικό με το «Τριαντάφυλλα του Μάη» (4ος και τελευταίος) Το 1990 τον βρίσκουμε στον ελληνικό τελικό, όπου ήρθε 5ος (προτελευταίος) με το ρετρό «Μια νύχτα σαν κι απόψε». Απογοητευμένος, επέστρεψε στη Γερμανία, αλλά έμελλε να πεθάνει στην Ελλάδα από επιπλοκές μιας εγχείρησης καρδιάς το 2007. Γενικώς, ήταν άτυχος σε σχέση με τη Γιουροβίζιον, αν αναλογιστεί κανείς πως το 1989 είχε ερμηνεύσει εκείνος την αρχική –επική βερσιόν- του τραγουδιού «Απόψε ας βρεθούμε», το οποίο τελικά δόθηκε στους –άγνωστους τότε- Φανή Πολυμέρη και Γιάννη Σαββιδάκη για λογαριασμό της Κύπρου. Έχει, τέλος, διασκευάσει δύο νικητήρια γιουροτράγουδα, ως Love is blue (LUX 67) και Μια καρδιά χτυπά (MON 71).
Τρίτη στη “μάχη” μπήκε η Νάνα (Ιωάννα) Μούσχουρη (1934-). Αρχικά έλαβε μέρος στη γαλλική επιλογή του 1963, με το τραγούδι “Encore plus près de toi” (= Ακόμα πιο κοντά σε σένα), με 28 τραγούδια να διαγωνίζονται, δίχως όμως να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα. Την ίδια ακριβώς χρονιά την επέλεξε με εσωτερική διαδικασία η τηλεόραση του Λουξεμβούργου (είχε τότε φίλους στο παράρτημα του Radio Luxembourg στο Παρίσι, οι οποίοι την συμπεριέλαβαν στην κλειστή επιλογή), έτσι βρέθηκε στη Γιουροβίζιον, με το “À force de prier” (= Με τη δύναμη της προσευχής). Μολονότι κατετάγη 8ο στα 16, ήταν αρκετό να καθιερώσει το αυστηρό ύφος της, με τα γυαλιά σήμα-κατατεθέν και την ιδιαίτερη φωνή της, η οποία, όπως ακούγεται, οφείλεται σε δυσλειτουργία της μίας από τις δύο φωνητικές της χορδές. Ως Nana Mouskouri έχει ηχογραφήσει 450 δίσκους και 1500 τραγούδια σε 15 γλώσσες, έχει πουλήσει συνολικά 350 εκατομμύρια δίσκους, έχει δε στο ενεργητικό της τουλάχιστον 230 χρυσά, πλατινένια και αδαμάντινα άλμπουμ, γεγονός που την καθιστά μια από τις καλλιτέχνιδες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις παγκοσμίως. Θεωρείται δε φαινόμενο με σαράντα χρόνια αδιάκοπης διεθνούς καριέρας.
Δύο χρόνια μετά, λάμπει το άστρο της Γιοβάννας (Ιωάννα Φάσσου-Καλπαξή· 1938-), η οποία είχε ήδη αποσπάσει αρκετά βραβεία σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ. Μεσουράνησε για πάρα πολλά χρόνια στο τραγούδι, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και την Τουρκία, το Ισραήλ,, τη Βραζιλία και τη Σοβιετική Ένωση (ειδικά στη Ρωσία και τη Γεωργία), όπου ήταν σημαντικό όνομα, με πωλήσεις εκατομμυρίων δίσκων, δυστυχώς όμως δεν μετείχε τότε η Ανατολική Ευρώπη στη Γιουροβίζιον… Το 1962 κατέλαβε την πρώτη θέση στο Sopot της Πολωνίας, με το Τι κρίμα. Αυτό της απέφερε μια συνεργασία με τον ραδιοφωνικό σταθμό της Γενεύης, τον οποίο εκπροσώπησε σε πολλές συναυλίες στην κεντρική Ευρώπη, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή της στη Γιουροβίζιον. Στον εθνικό τελικό ήρθε 1η ανάμεσα σε έξι τραγούδια, στη δε Γιουροβίζιον, και ενώ είχε κατά δήλωσή της, φοβερό πονοκέφαλο, κατετάγη 8η επί συνόλου 18 τραγουδιών με το “Non, à jamais sans toi” (Όχι, ποτέ χωρίς εσένα). Πολύ αργότερα εξελίχθηκε σε σημαντική στιχουργό, ποιήτρια και πεζογράφο. Πιο γνωστό της μυθιστόρημα το «Άντε γεια» με πρωταγωνιστή, στην πολυβραβευμένη κινηματογραφική του μεταφορά, τον Άλκη Κούρκουλο την εποχή που σχετιζόταν με την Τάνια (Σουλτάνα) Τσανακλίδου (GRE 78).
Υπάρχει η φήμη (αστικός μύθος ή μήπως όχι;) ότι το τραγούδι είχε αρχικά προταθεί στη Μαίρη Λίντα (Μαίρη Δημητροπούλου· 1935-) από έναν Έλληνα παραγωγό, ο οποίος ζούσε τότε στην Ευρώπη και είχε τη δυνατότητα να προωθήσει ένα Έλληνα καλλιτέχνη στην ελβετική επιλογή, αλλά δεν την άφησε ο Μανώλης Χιώτης ή απλώς έφυγαν για τις Η.Π.Α., όπου διέπρεψαν επί επτά συναπτά έτη .
Για να μην σπάσει η παράδοση της διετίας, το 1967 είναι η σειρά της Βίκυς Λέανδρος (Βασιλική Παπαθανασίου· 1952-), η εντυπωσιακή καριέρα της οποίας προσμετρά πάμπολλους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους (πάνω από 150 εκατομμύρια αντίτυπα συνολικά), καθώς και εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο. Έχει κυκλοφορήσει περίπου 70 προσωπικά άλμπουμ, σε διάφορες γλώσσες. Ήδη στα οκτώ της χρόνια μετακόμισε στη Γερμανία, όπου είχε γίνει γνωστός ο συνθέτης, τραγουδιστής και παραγωγός πατέρας της Λέανδρος Παπαθανασίου (Λεό Λέανδρος), γεγονός που της έδωσε ευχέρεια τη χρήση της γερμανικής γλώσσας. Ο ίδιος έγινε σύντομα ο συνθέτης, μάνατζερ και παραγωγός της. Χάρη στις καλές σχέσεις του με το RTL βρέθηκε δύο φορές στη Γιουροβίζιον με ανάθεση για το Λουξεμβούργο. Εκείνος, όπως έχει ακουστεί, την είχε συμβουλέψει να τραγουδήσει μόνο στα γαλλικά και ποτέ στα γερμανικά στον διαγωνισμό. Δεν τον άκουσε, με αποτέλεσμα να ταπεινωθεί το 2006, σε αυτή την ιστορία όμως θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο… Πίσω, όμως, στο 1967, αρχικά πάλεψε να διακριθεί ανάμεσα στα 98 τραγούδια της γαλλικής επιλογής με το “Les amoureux” (= Οι ερωτευμένοι), αλλά δεν τα κατάφερε. Την προτίμησε, μολαταύτα, το Λουξεμβούργο, το οποίο την κάλεσε να υποβάλει έξι τραγούδια, από τα οποία είναι γνωστός ο τίτλος μόνο του “Le soleil a quitté ma maison” (= Ο ήλιος εγκατέλειψε το σπίτι μου), έτσι ως σκέτο “Vicky” τραγούδησε το –κλασικό πλέον- “L’ amour est bleu” (= Η αγάπη είναι μελαγχολική), που μπορεί να ήρθε 4ο (η ίδια έκλαψε πολύ, διότι -παρά το άγχος της- περίμενε ότι θα κέρδιζε), σάρωσε όμως στα charts πολλών χωρών σε όλη την υφήλιο, κυρίως στην Ιαπωνία και τον Καναδά. Το instrumental από τον Paul Mauriat έμεινε για 5 εβδομάδες # No 1 της Αμερικής, είναι δε, μετά το “Volare” το δεύτερο τραγούδι σε διασκευές στην ιστορία της Γιουροβίζιον (πάνω από 125) και ένα από τα ελάχιστα γιουροτράγουδα (όπως οι τρεις συμμετοχές του Domenico Modugno-ITA 58, 59, 66 ή το “Eres tu” των Modedades-SPA 73) που έγιναν παγκόσμια χιτ, χωρίς να πάρουν το βραβείο.