Τα προεόρτια της τηλεόρασης στην Ελλάδα
Η τηλεόραση ξεκίνησε στη χώρα μας επίσημα την 23η Φεβρουαρίου του 1966, με παρουσιάστρια την Ελένη Κυπραίου, αρχικά με το Ε.Ι.Ρ. (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας), τον πρόδρομο του Ε.Ι.Ρ.Τ. (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως) και τελικά της ΕΡΤ και σύντομα και με την Τ.Ε.Δ. (Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων), μετέπειτα Υ.ΕΝ.Ε.Δ. (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων). Είχαν προηγηθεί δύο απόπειρες της ΔΕΗ στον πειραματικό σταθμό που είχε στηθεί στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, με παρουσιάστρια την Έλσα Παπαστεργίου και ενεργή συμμετοχή του Άλκη Στέα, τον Σεπτέμβριο του 1960, επί 22 ημέρες, και το 1962, καθώς και ισάριθμες του ΟΤΕ το 1971 και 1972, κατά τον ίδιο μήνα. Όσοι ήδη διέθεταν δέκτες, μπόρεσαν να απολαύσουν αυτές τις μεταδώσεις, οι οποίες κρατούσαν για κάποιες ώρες τα απογεύματα. Από τον Μάρτιο του 1964 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1970 υπήρξε ιδιωτικό κανάλι στη Βόρεια Ελλάδα (το Κανάλι 3) που εξέπεμπε χωρίς άδεια και δεν επιτρεπόταν να αναλάβει τη Γιουροβίζιον, ακόμα και εάν το επιθυμούσε. Η διεθνής κατακραυγή και απομόνωση, αλλά και η αντίδραση των εκδοτών που αισθάνθηκαν να απειλούνται από το νέο μέσο, δεν έδωσαν περιθώρια στον δικτάτορα Παπαδόπουλο για εκπροσώπηση της Ελλάδας ή δεν ενδιαφέρθηκε ο ίδιος, παρόλο που άλλες δικτατορίες (του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλασάρ στην Πορτογαλία) ή αυστηρά καθεστώτα (του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία) είχαν γίνει δεκτά στους κόλπους του διαγωνισμού «μετά βαϊων και κλάδων». Ωστόσο, ο διαγωνισμός μεταδιδόταν από το 1968 από το ραδιόφωνο και από το 1970 από την τηλεόραση, ως μουσικό σώου, σε σχολιασμό Μακώς Γεωργιάδου, μέσω ειδικού κυκλώματος που έδωσε ο ΟΤΕ στο ΕΙΡΤ, ενώ το 1972 η νίκη της Βίκυ Λέανδρος (ανήμερα της 25ης Μαρτίου) χαιρετίστηκε από τον τύπο με… εθνικιστικούς παιάνες. Για την αλησμόνητη Μακώ, μπορείτε να διαβάσετε αυτό το αφιέρωμα.
Έλληνες σε ξένες χώρες
Ειρήσθω εν παρόδω, πως ο Τζίμης Μακούλης είχε εκπροσωπήσει την Αυστρία το 1961 (15ος), η Νάνα Μούσχουρη το Λουξεμβούργο το 1963 (8η), η Γιοβάννα την Ελβετία το 1965 (8η), η Βίκυ Λέανδρος το Λουξεμβούργο το 1967 (4η) και το 1972 (1η). Ο πρώτος Έλληνας, ωστόσο, που βρέθηκε σε διαδικασία επιλογής ξένης χώρας ήταν ο George Guétary (Λάμπρος Βορλόου), με τρία τραγούδια το 1960 για τη Γαλλία. Ακολούθησαν οι καλλιτέχνες που αναφέραμε, ενώ δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια προσπάθειες που δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Πληροφορίες για τους Έλληνες που βρέθηκαν υποψήφιοι (η Μίλλυ Καραλή στη Γαλλία, ο Μιχάλης Δημητριάδης στη Γαλλία, ο Κώστας Κορδάλης στη Γερμανία, η Μπέσσυ Αργυράκη στο Λουξεμβούργο, η Μαριάνα Ευστρατίου στην Αυστρία, η Βίκυ Λέανδρος στη Γερμανία, η Έλενα Παπαρίζου στη Σουηδία, ο Θωμάς Φραντζής στο Βέλγιο) ή έκαναν διασκευές έχοντας την έδρα τους εκτός Ελλάδας μπορείτε να δείτε σε μια σειρά αφιερωμάτων: για τη δεκαετία του ΄60, τη δεκαετία του ’70, τη δεκαετία του ΄80, τις δεκαετίες του ’90 και του ’10, αλλά και σε επιμέρους άρθρα (για τους Αχιλλέα και Ζαχαρία Μιχαηλίδη στην Τσεχοσλοβακία, την Ελένη Τζόκα στην Πολωνία, τις Μάρθα και Τένα Ελευθεριάδου στην Τσεχοσλοβακία, την Τίνα Σελήνη στην Ολλανδία), ένα μέρος της γιουροϊστορίας που δεν είναι ευρέως γνωστό.
Τα παρατράγουδα
Τις περισσότερες φορές δεν έλειπαν τα παρατράγουδα (αυτά είναι, εξάλλου τα “καρυκεύματα” του διαγωνισμού, αυτά που αγαπούν οι φαν όλα αυτά τα χρόνια), ούτε και οι επικρίσεις για την ελληνική παρουσία, κυρίως από τον πνευματικό κόσμο, ο οποίος θεώρησε (κάτι που συνεχίζεται εν μέρει μέχρι και σήμερα) πως η Γιουροβίζιον είναι ένα πανηγύρι (Μάνος Χατζηδάκις) δεύτερης κατηγορίας. Αυτό συνέβη, αφενός διότι η Ελλάδα μπήκε στον χώρο αυτό επί δικτατορίας, επομένως οι αντιδράσεις ήσαν αναμενόμενες, αφετέρου διότι πολλοί μουσικοί δημιουργοί -κυρίως αριστερών πεποιθήσεων- υποστήριζαν ότι η χώρα μας έχει να επιδείξει πολύ πιο σημαντικά φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού, αλλά και πολύ πιο σοβαρή και στρατευμένη μουσική από τα εύπεπτα ευρωτράγουδα. Επιπλέον, λίγο η αμάθεια κάποιων άσχετων δημοσιογράφων, οι οποίοι «πυροβολούσαν» δίχως λόγο τον διαγωνισμό, όταν μετείχαμε και θρηνούσαν για την απουσία μας, όταν απείχαμε, λίγο η αδιαφορία του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού (κυρίως στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ.), λίγο τα πικρόχολα σχόλια καλλιτεχνών, οι οποίοι δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα ή άλλων που υπέβαλαν τραγούδι ή τραγούδια, αλλά δεν προκρίθηκαν ποτέ ή έχουν αυτοχριστεί εκπρόσωποι της “βαριάς” κουλτούρας, βοήθησαν στη δημιουργία μιας απαξιωτικής εικόνας για τον διαγωνισμό, εικόνα η οποία άρχισε να αναβαθμίζεται δειλά-δειλά από τις συμμετοχές-σταθμούς της Gina G. (UK 96), του Paul Oscar (ISL 97) και της Dana International (ISR 98) και, πιο δυναμικά, από την απελευθέρωση της γλώσσας, την καθιέρωση της τηλεψηφοφορίας και την κατάργηση της ορχήστρας που κατέστησαν τη Γιουροβίζιον mainstream event αντί για παρωχημένο φεστιβάλ. Φυσικά, καταλυτικό ρόλο έπαιξαν στην Ελλάδα η τεράστια επιτυχία των Antique, το βραβείο της Έλενας Παπαρίζου και τα απανωτά πλασαρίσματα στη δεκάδα.
Η προσωπική μας άποψη είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως όσοι αναμείχθηκαν –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- στην υπόθεση της Γιουροβίζιον, φιλοδοξώντας να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα και, όσοι τελικά το κατάφεραν, το έκαναν έχοντας τις καλύτερες των προθέσεων. Το αν σημειώθηκαν και κάποια παρατράγουδα, αυτό αφενός είναι ίδιον του Έλληνα, αφετέρου είναι αναμενόμενο σε κάθε είδους διαγωνισμό, όπου ο καθένας επιθυμεί για τον εαυτό του τη νίκη, ως επιβράβευση των κόπων του. Εμείς τους αγαπούμε όλους αδιακρίτως, ακόμα και αυτούς που υποτιμούν τον διαγωνισμό. Επίσης, τιμούμε και σεβόμαστε την ΕΡΤ, παρά τα λάθη που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια, διότι με συνέπεια –παρότι αποφάσισε ορισμένες φορές να απόσχει- στήριξε τον θεσμό και προσπάθησε (και σε πολύ μεγάλο ποσοστό το κατάφερε), ώστε η εκάστοτε εκπροσώπηση της Ελλάδας να είναι αξιόλογη, αξιοπρεπής και αξιομνημόνευτη.
Οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού: η ελληνική “Κοσμοβίζιον”
Η δικτατορία του Γεώργιου Παπαδόπουλου, στο πλαίσιο της διεθνούς προβολής της χώρας, αλλά και για να κρατά τον λαό σε καταστολή με «άρτον και θεάματα», φρόντισε να διοργανώσει μια σειρά από πολιτιστικά και αθλητικά γεγονότα, λογοτεχνικά βραβεία, επαίνους της Ακαδημίας Αθηνών, πολεμικές εκθέσεις, τηλεοπτικά σώου και κιτς φιέστες που λειτουργούσαν ως προπαγάνδα, τουριστική προβολή, αλλά και προκάλυμμα για τις θηριωδίες που γίνονταν στο παρασκήνιο.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι περίφημες Ολυμπιάδες τραγουδιού στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έξι τον αριθμό (1968-1973), στις οποίες συμμετείχαν διάφοροι καθεστωτικοί καλλιτέχνες, αλλά και ονόματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, του εξωτερικού, τα οποία γνωρίζουμε και από τη Γιουροβίζιον, εξάλλου τη θύμιζαν σε μεγάλο βαθμό, με τη μόνη διαφορά ότι κάθε χώρα μπορούσε να στείλει παραπάνω από ένα τραγούδι. Μετείχαν μάλιστα και κράτη εκτός Ευρώπης (π. χ. Αυστραλία, Καναδάς, Πακιστάν, Αρούμπα, Μπαρμπέιντος, Αργεντινή) ή του Ανατολικού Μπλοκ (π. χ. Ρουμανία, Πολωνία, Βουλγαρία), το οποίο ήταν ακόμα αυστηρά αποκλεισμένο από τη Γιουροβίζιον, μολονότι αρκετές χώρες επιθυμούσαν κατά καιρούς να μετάσχουν και είχαν κάνει κρούσεις στην EBU. Είναι η πρώτη φορά διεθνοποίησης επί ελληνικού εδάφους, καθώς μέχρι τότε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν καθαρά ελληνοκεντρικό. Επιπλέον, θεωρούμε πως οι Ολυμπιάδες υπήρξαν προάγγελος της συμμετοχής της Ελλάδας στο διαγωνισμό, αφού, αμέσως μετά την πτώση του Παπαδόπουλου και την άνοδο του Ιωαννίδη στη χουντική εξουσία, η Ελλάδα πήρε μέρος για πρώτη φορά, το 1974. Είχαν προηγηθεί οι επίσημες μεταδόσεις του ΕΙΡΤ από το 1970, αλλά και οι ανεπίσημες –μέσω της ιταλικής (RAI) και της γιουγκοσλαβικής τηλεόρασης (JRT)- στη Βόρεια Ελλάδα. Πιο αναλυτικά για τις Ολυμπιάδες και κυρίως τους Γιούροσταρ που εμφανίστηκαν σε αυτές, μπορείτε να δείτε αυτό το άρθρο.