Eurovision “gay” (?) business

Estimated read time 1 min read

Εάν δει κανείς τις παλιές διοργανώσεις, δεν υπάρχει το gay στοιχείο, ούτε πάνω στη σκηνή, ούτε κάτω από αυτήν, όπου το κοινό ήταν καλοντυμένο και σεμνό, σαν να παρακολουθούσε όπερα. Εξαιρούνται κάποιες μεμονωμένες εμφανίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως drag show, όπως του Charlie Rivel (διάλειμμα 1973), του Arturo Brachetti (διάλειμμα 1991), των χορευτριών του Ketil Stokkan, Great Garlic Girls (Νορβηγία 1986) και για κάποιους της… Τάνιας Τσανακλίδου (Ελλάδα 1978). Η χρονιά-ορόσημο φαίνεται να είναι το 1998, οπότε η νίκη της τρανσέξουαλ Dana International, «άνοιξε τον δρόμο» σε πολλούς καταπιεσμένους gay, οι οποίοι είδαν τη Γιουροβίζιον σαν διέξοδο. Ο διαγωνισμός ξαφνικά θεωρήθηκε gay. Αποτέλεσμα: δύο χρόνια μετά, η διοργάνωση της Στοκχόλμης να έχει κατακλυστεί από τραβεστί, τρανσέξουαλ, άντρες με φουστάνια, μπιζού και μποά, μα και κάθε λογής «κόσμο και ντουνιά», ενώ στη Γιουροβίζιον του Βελιγραδίου κυκλοφόρησε φυλλάδιο με οδηγίες “καθωσπρέπει συμπεριφοράς” καθότι, όσοι εκδήλωναν την σεξουαλικότητά τους, κινδύνευαν να πέσουν θύματα χειροδικίας.

Με τον καιρό πήγαν κι άλλα drag show στη Γιουροβίζιον: οι Sestre (Σλοβενία 2002), η Drama Queen (Δανία 2007), o Verka Serduchka (Ουκρανία 2007), επανήλθε η Dana (Ισραήλ 2011), αλλά και μια σειρά από καλλιτέχνες που φρόντισαν να αποκαλύψουν τη σεξουαλικότητά τους, με πρώτο τον Paul Oskar (Ισλανδία 1997), όπως η Katrina, η Marija Serifovic, ο Fabrizio Faniello, για να περιοριστούμε μόνο σε μερικούς. Επιπλέον, είδαμε σκαστό gay φιλί από τους PingPong (Ισραήλ 2000) και λεσβιακό φιλί από την Krista Siegfried (Φινλανδία 2013), το οποίο είχαν απειληθεί να μην κάνουν δέκα χρόνια πριν οι Tatu (Ρωσία 2003), γιατί θα τις έκοβαν στον αέρα. Υπονοούμενα (μέσω της εμφάνισης, των στίχων και κάποιων τολμηρών κινήσεων) υπάρχουν και σε άλλες συμμετοχές-θυμίζουμε μόνο την Αγγλία 1981.

Το αποκορύφωμα ήταν η Conchita Wurst (Αυστρία 2014), η νίκη της οποίας μέσα στην –κατά δήλωση- «open-minded» Κοπεγχάγη, όπου γίνονταν αλλεπάλληλες αναφορές εκ μέρους των παρουσιαστών, «σφράγισε» το gay στοιχείο στη Βιέννη: απροκάλυπτα φιλιά από μέλη του κοινού, κατόπιν παρότρυνσης από τους διοργανωτές και τα οποία επανέλαβαν επί σκηνής οι χορωδοί της Λιθουανίας, φανάρια που έδειχναν άντρες ή γυναίκες πιασμένους χέρι-χέρι και γενικά μια διάχυτη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με τη Ρωσική εκκλησία, αλλά και την Ρωσική και Λευκορωσική πολιτική ηγεσία να κατακεραυνώνουν τον διαγωνισμό. Το πιο εντυπωσιακό είναι το ότι, μέσα σε όλη αυτή την gay-friendly πανδαισία, τελικά κέρδισε ο μόνος από τους συμμετέχοντες που έκανε anti-gay δηλώσεις (όπως είχε κάνει το 2014 ο Aram Mp3), τις οποίες, βέβαια, κάποια στιγμή ανασκεύασε, εμφανίστηκε και ολόγυμνος σε gay gala, μήπως και διασκεδάσει τις εντυπώσεις, τις είχε όμως πει. Σαν να ήθελε η EBU να σφίξει λίγο τα χαλινάρια. Μια straight (?) στροφή ενός gay (?) event;

Τι συμβαίνει, τελικά; Είναι αλήθεια ότι ο διαγωνισμός, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει πόλος έλξης για το gay κοινό, με αποτέλεσμα να προσπαθούν οι ειδικοί των queer studies να εξηγήσουν το φαινόμενο από κοινωνιολογικής απόψεως, φτάνοντας στο σημείο να πουν ότι οι καταπιεσμένοι gay των ‘60’ς και ‘70’ς, που έβλεπαν τον διαγωνισμό κάπως ενοχικά μαζί με τους γονείς τους, βρήκαν επιτέλους την ευκαιρία να εκδηλωθούν στο σήμερα (μα πότε; Στα 70 τους;). Από την άλλη πλευρά, οι ιλιγγιώδεις τηλεθεάσεις, που κυμαίνονται σε κάποιες χώρες μεταξύ 70-90% δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, υποδηλώνουν αυτό που αναγράφεται στο καταστατικό της EBU, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα τηλεοπτικό μουσικό πρόγραμμα, διαγωνιστικού χαρακτήρα, για όλη την οικογένεια.

Ομολογουμένως, κάθε είδους θέαμα, έντεχνο ή μη (συναυλίες, θέατρο, σινεμά, χορός κλπ.), προσελκύει το συγκεκριμένο κοινό, πόσο μάλλον η extravaganza που ονομάζεται «Γιουροβίζιον», όπου τα φτερά, τα πούπουλα, οι παγιέτες, τα στρας, τα ντυσίματα και γδυσίματα, το γκλάμουρ, η ίντριγκα, τα παρασκήνια και τα γεωπολιτικά παιχνίδια είναι σε ετήσια βάση και μάλιστα πασπαλισμένα με μια ποικιλία χρωμάτων, εθνικοτήτων, σημαιών και γλωσσών (κυρίως πριν αυτές απελευθερωθούν). Αυτό όμως δεν συμβαίνει κατ’ αποκλειστικότητα. Εξάλλου, ακόμα και μια πρόχειρη ματιά στο προφίλ των σκληροπυρηνικών φαν, όπου ανήκουν straight ζευγάρια και οικογενειάρχες, πολλοί από τους οποίους –ένα άλλο θέμα που χρήζει μελέτης- ανήκουν στον συντηρητικό δεξιό και ακροδεξιό χώρο και όχι στον φαινομενικά πιο ανοιχτόμυαλο αριστερό, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Αντιστρέφοντας την έρευνα, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που έγινε το 2010 σε άτομα των LGBT κοινοτήτων, σε καμία χώρα το ποσοστό τους που βλέπει τη Γιουροβίζιον δεν ξεπέρασε το 24% (πρώτη ήρθε η καταπιεσμένη Ιρλανδία). Άρα, δεν είναι gay event, όπως πάνε κάποιοι έντεχνα να το παρουσιάσουν.

Νομίζουμε ότι η απάντηση κρύβεται στον έντονα εμπορικό χαρακτήρα που έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια. Κάθε χρόνο κυκλοφορεί μια σειρά από επίσημα προϊόντα (CD, DVD, μπλουζάκια, μαγνητάκια, τσάντες, προγράμματα και άλλα πολλά), ενώ και η ίδια η διοργάνωση της Γιουροβίζιον (σχεδόν κατά κανόνα σε πλούσιες χώρες και μεγάλες αγορές) αποφέρει διόλου ευκαταφρόνητα κέρδη: εισιτήρια, διαφημίσεις, τηλεοπτικά δικαιώματα, στοιχήματα και φυσικά αεροπορικά, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μουσεία. It’s all about the money, λοιπόν. Όταν ο -κάπως παρηκμασμένος- διαγωνισμός ξαναέγινε mainstream και… μπίζνα, στράφηκαν στα δυναμικά κοινά, που θα μπορούσαν να ξοδέψουν χρήματα για χάρη του: αφενός τη νεολαία, εκμοντερνίζοντας το ύφος των τραγουδιών, καταργώντας την ορχήστρα και εισάγοντας την τηλεψηφοφορία και τα social media και αφετέρου τους gay, οι οποίοι αποδεδειγμένα, βάσει μελετών, αποτελούν συστηματικούς καταναλωτές. Κατασκευάστηκε, επομένως, ένα γιουροβιζιονικό μοντέλο, με σκοπό την μεγαλύτερη εμπορική εκμετάλλευσή του ως προϊόντος. Τα μόνα θύματα είναι οι ταλαίπωροι φαν που κάνουν αιματηρές οικονομίες για να απολαύσουν από κοντά το αγαπημένο τους χόμπι ή έστω να αγοράσουν κάποια αναμνηστικά ως σουβενίρ.

2Comments

Add yours

Comments are closed.