Οι καλλιτέχνες της χρονιάς
Conchita Bautista (SPA 61, 65-Maria Concepción Bautista Fernández): Γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1936 και μετακόμισε στη Μαδρίτη κατά την εφηβεία της. Κόρη ενός εμπορικού αντιπροσώπου και μια νοικοκυράς, ήταν το δεύτερο από συνολικά πέντε αδέρφια. Ήδη από τα επτά της χρόνια εμφανιζόταν στη σκηνή. Είχε μια κόρη, τη María del Mar, η οποία έχασε τη μάχη για τη ζωή στα 14 της, εξαιτίας όγκου στον εγκέφαλο.
Colette Deréal (MON 61- Iscolette ἠ Colette Denise de Glarélial). Γεννήθηκε το 1927 στη Γαλλική Ριβιέρα. Λίγο μετά τη γέννησή της η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία και μετά στο Juan-les-Pins. Αρχικά προοριζόταν για τραγουδίστρια όπερας αλλά, μετά από μια αποτυχημένη (λόγω τρακ και συναχιού) εμφάνιση έγινε show-woman και ηθοποιός. Πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα, ως το τέλος της δεκαετίας του ’60, οπότε θεωρήθηκε ξεπερασμένη και τελείωσε την τραγουδιστική της καριέρα. Έκανε όμως σταδιοδρομία ως διευθύντρια σε περιοδικά. Το 1972 έγραψε ένα τηλεοπτικό σενάριο για ένα σήριαλ, το οποίο διακόπηκε μετά από μια απεργία που κράτησε τρεις εβδομάδες. Η Collette έκανε αγωγή κατά του καναλιού ORTF, την οποία κέρδισε, όμως, απογοητευμένη, αποφάσισε να αποσυρθεί οριστικά. Επιστήθια φίλη της Grace Kelly έμενε σε μια βίλλα κοντά στο Μονακό, ζωγραφίζοντας και ασχολούμενη με την οικολογία και τα ζώα. Πέθανε το 1988 από καρδιακή προσβολή στη βίλλα της.
Ο Τζίμης Μακούλης (ΑUS 61) Γεννήθηκε το 1935 στην Aθήνα, όπου και πέθανε το 2007, από επιπλοκές μετά από εγχείρηση καρδιάς. Γιός διπλωμάτη, έζησε αρκετό καιρό στη Νότια Αφρική. Το 1955 πήγε στη Γερμανία κι έζησε 4 χρόνια στο Μόναχο, όπου έμαθε άπταιστα τη γλώσσα, και έτσι τον έμαθαν οι γερμανόφωνες χώρες. Κάποια στιγμή επιχείρησε να εκπροσωπήσει την Κύπρο, το 1984, με το τραγούδι «Τριαντάφυλλα του Μάη», με το οποίο ήρθε 4ος και τελευταίος στην ανοιχτή επιλογή. Το 1989 ήταν ο αρχικός ερμηνευτής της Κυπριακής συμμετοχής «Απόψε ας βρέθουμε», αλλά αντικαταστάθηκε από τη Φανή Πολυμέρη και τον Γιάννη Σαββιδάκη, διότι ο τρόπος ερμηνείας του θεωρήθηκε πολύ ξεπερασμένος. Στην ελληνική επιλογή του 1990 ήρθε μόλις 5ος με το Μια νύχτα σαν κι απόψε.
H Laila Kinnunen (FIN 61-Laura “Laila” Annikki Kinnunen) γεννήθηκε το 1939 στη Vantaa. Κατά τον πόλεμο έμεινε στη Σουηδία μαζί με την αδερφή της ως πρόσφυγας επί έξι έτη, χωρίς να έχει καμία επαφή με τους γονείς της. Όταν επέστρεψε, είχε ξεχάσει τα Φινλανδικά. Κάποια στιγμή έκανε έναν σύντομο γάμο με τον ηθοποιό Ville-Veikko Salminen, τον οποίο χώρισε, όταν έμεινε έγκυος από τον Κροάτη μουσικό Milan “Miso” Misić. To 1970 γεννήθηκε η κόρη της, Milena (Mimma) Misić, η οποία κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια, ήταν μάλιστα υποψήφια στον φινλανδικό τελικό του 2011. Ο γάμος της με τον Κροάτη κράτησε μόλις ένα χρόνο, εξαιτίας της άστατης ερωτικής της ζωής. Σταμάτησε απότομα την καριέρα της. Κάπως έτσι κατέληξε να ζει σε ένα αγρόκτημα, για να μεγαλώσει μόνη της την κόρη της, Υπήρξε αλκοολική, πρόβλημα που είχε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έκανε μόνιμες προσπάθειες να αναρρώσει, χωρίς όμως επιτυχία. Επιχείρησε μάταια ένα comeback το 1980. Χάρη στη σχέση της με τον German Walter κόντεψε να απεξαρτηθεί, όμως εκείνος πέθανε το 1989 από καρδιακή προσβολή. Εξαιτίας του νέου της συντρόφου, Keijo, βίαιου αλκοολικού, ξανακύλησε. Τους έκαναν έξωση από το διαμέρισμά τους στο Ελσίνκι, λόγω της φασαρίας που προκαλούσαν οι καυγάδες τους και κατέληξαν για ένα διάστημα να ζουν σε σκηνή μέσα στο δάσος. Το 1999 κάποιοι συνάδελφοί της ετοίμαζαν συναυλία, με σκοπό να τη βοηθήσουν οικονομικά, αλλά εκείνη το αρνήθηκε πεισματικά. Απεβίωσε το 2000 στο Heinävesi, ενώ κοιμόταν, από εσωτερική αιμορραγία.
Ljiljiana Petrović (YUG 61): Γεννήθηκε to 1939 στο Bosanski Brod, που ανήκε τότε στον σερβικό τομέα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αλλά μεγάλωσε στο Novi Sad. Πέθανε στις αρχές του 2020. Μετά από τη δεκαετία του ’70 εξαφανίζεται για μεγάλο διάστημα. Επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο το 1989, όταν απήγγειλε στην τηλεόραση ποιήματά της στο ιαπωνικό στυλ jaiku (μικρές φράσεις που υμνούν τη φύση). Ποιήματά της συμπεριελήφθησαν σε συλλογές Γιουγκοσλαβικής ποίησης, κάποια μάλιστα από αυτά μελοποιήθηκαν. Παραπονέθηκε έντονα, διότι δεν ήταν καλεσμένη, ως όφειλε, στη Γιουροβίζιον του 2008, ως πρώτη εκπρόσωπος της χώρας. Δεν έχει σχέση με την ομώνυμη μάνατζερ του αδικοχαμένου Todor “Toše” Proeski.
Greetje Kauffeld (NL 61): Γεννήθηκε το 1939 στο Ρότερνταμ. Έζησε για πολλά χρόνια στη Γερμανία. Μετά από μεγάλη καριέρα, τα τελευταία χρόνια διδάσκει σε τρία ωδεία της Ολλανδίας.
Lill–Babs (SWE 61-Barbro Margareta Svensson): Γεννήθηκε στο Järvsjö το 1938 μέσα στην κουζίνα του σπιτιού των παππούδων της. Πέθανε το 2018 από καρκίνο και καρδιακή ανεπάρκεια. Είναι η πρωτότοκη από τέσσερα αδέρφια. Στα 13 της έγινε πρωταθλήτρια στο άλμα εις ύψος, ενώ παράλληλα τραγουδούσε στην εκκλησία και ένα ξενοδοχείο. Έμεινε έγκυος, αν και ανύπαντρη, γεγονός που θα προκαλούσε σκάνδαλο στην πουριτανή Σουηδία του ’50. Έτσι συνέχισε να εργάζεται, για όσο δεν φαινόταν η κοιλιά της, και μετά αποσύρθηκε στη γενέτειρά της, για να γεννήσει. Έχει τρεις κόρες, από διαφορετικούς πατέρες. Μία από αυτές, η Kristin Kaspersen, παρουσίασε την εθνική επιλογή του 2002, ενώ μία άλλη, η Malin Berghagen είναι ηθοποιός, κόρη του Lars Berghagen (SWE 75) και σύζυγος του Tommy Nilsson (SWE 89)! Τα τελευταία χρόνια η Lill-Babs ήταν μάνατζερ καλλιτεχνών.
Lale Andersen (GER 61-Lieselotte Helene Berta Bunnenberg-Wilke): Γεννήθηκε το 1905 στην πόλη Bremerhaven, που λεγόταν τότε Lehe, και πέθανε το 1972 στη Βιέννη από καρδιακή προσβολή. Έγινε πασίγνωστή, όταν έκανε την πρώτη εκτέλεση το 1939 του διάσημου τραγουδιού, Lili Marleen, μιας τεράστιας επιτυχίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στα 17 της παντρεύτηκε τον ζωγράφο Paul Ernst Wilke, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά, αλλά χώρισαν. Αμέσως μετά άφησε τα 3 της παιδιά στην αδελφή της, για να κάνει καριέρα. Οι Ναζί όμως απαγόρευσαν το τραγούδι και τις δημόσιες εμφανίσεις για εννέα μήνες εξαιτίας της φιλίας της με τον Εβραίο Rolf Liebermann. Τότε εκείνη έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Γκέμπελς την υποχρέωσε να κάνει μια διασκευή σαν εμβατήριο, καθώς και να εμφανιστεί σε ένα φιλμ προπαγάνδας, αλλά και να τραγουδήσει στα Αγγλικά φιλοναζιστικά τραγούδια, γεγονός που έκανε πολλούς να πιστέψουν πως ήταν συνεργάτιδα των Ναζί. Η αλήθεια είναι πως τη βρίσκουμε να εμψυχώνει τα χιτλερικά στρατεύματα σε διάφορες χώρες. Σιώπησε μετά από τον πόλεμο, αποσυρόμενη σε ένα μικρό νησί της Βόρειας Θάλασσας, το Langeoog. Εντελώς εξαφανισμένη, παντρεύτηκε το 1949 τον Ελβετό συνθέτη Artur Beul και επανήλθε το 1952, μέχρι να αποσυρθεί οριστικά το 1967. Όταν πήγε στο διαγωνισμό ήταν 56 ετών, για πολλές δεκαετίες η μεγαλύτερη που συμμετείχε ποτέ στη Γιουροβίζιον (εκτός κι αν κάποιες άλλες κρύβουν χρόνια…). Το ρεκόρ έσπασε ο 57χρονος Dado Topić (CRO 07) και ακολούθησαν άλλοι. Πασίγνωστη σε όλη την υφήλιο, ήταν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο όνομα που πήγε στη Γιουροβίζιον τα πρώτα χρόνια του διαγωνισμού.
Jean–Paul Mauric (FRA 61-Paul-Jean-Albert Maurric): Γεννήθηκε το 1933 στην περιοχή La Crau (Hyères). Παντρεύτηκε το 1964 με την Rosine, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Πέθανε πολύ νέος, το 1971, στη Μασσαλία. Ήδη από τεσσάρων χρονών τραγουδούσε στις πλαζ του Var, κρατώντας ένα βιβλίο, παριστάνοντας ότι παίζει ακορντεόν και έχοντας ένα φτυάρι χωμένο στην άμμο για μικρόφωνο, προξενώντας έτσι εντύπωση στους λουόμενους. Επρόκειτο να τραγουδήσει και το νικητήριο τραγούδι του 1962, “Un premier amour”, αλλά είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις για εμφανίσεις στη Βόρεια Ευρώπη, έτσι εμπιστεύθηκαν την πρωτοεμφανιζόμενη Isabelle Aubret. Παρά τη γρίπη που τον ταλαιπωρούσε τη βραδιά του διαγωνισμού, ήρθε 4ος. Τον Δεκέμβριο του 1970 εισάγεται στο νοσοκομείο της Μασσαλίας, πάσχοντας από μυοκαρδιοπάθεια. Στις 5 Ιανουαρίου 1971, μόλις είχε φύγει η γυναίκα του από το δωμάτιο, παθαίνει μια μοιραία κρίση και πεθαίνει. Στην κηδεία του, που έγινε στην πατρίδα του, με παραδοσιακά προβηγκιανά έθιμα, παρέστησαν περισσότερα από 2.000 άτομα. To 1992 το δημοτικό συμβούλιο της πόλης του, ίδρυσε προς τιμήν του πολιτιστικό κέντρο.
Franca Di Rienzo (SWI 61-Franca di Lazaro): Γεννήθηκε το 1938 σε ένα ελβετικό χωριό. Εργάστηκε πολύ στη Γαλλία, πριν επιστρέψει στην πατρίδα της. Αν και έχει επισήμως αποσυρθεί, επιστρέφει κατά καιρούς ηχογραφώντας παραμύθια και νανουρίσματα.
Για τον Bob Benny, βλ. 1959 και για τη Nora Brockstedt βλ. 1960.
Dario Campeotto (DEN 61-Dario Carlo Giacomo Campeotto): Γεννήθηκε στο προάστιο Frederiksberg της Κοπεγχάγης το 1939, από Ιταλούς μετανάστες γονείς που έφτασαν στη Δανία το 1928, μαζί με τον ίδιο και τις δύο αδερφές του. Ο πατέρας του ξεκίνησε από εργάτης, για να καταλήξει διευθυντής στο τεχνικό κομμάτι της FIAT. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με την ηθοποιό Ghita Nørby το 1963. Το 1964 μετακόμισαν στο Τορίνο, όπου άνοιξαν ένα μαγαζί με δανικά είδη τέχνης και χειροτεχνίας, τον περισσότερο όμως χρόνο, εκείνος έλειπε για γυρίσματα στη Βαυαρία. Τότε γεννήθηκε ο γιος τους Giacomo, που είναι σήμερα τεχνικός σε ταινίες και ηχολήπτης. Χώρισαν το 1969. Το 1970 επέστρεψε στην Κοπεγχάγη. Ξεκίνησε τότε να ζει με ακριβά αυτοκίνητα, αλκοόλ και ωραίες γυναίκες, μεταξύ των οποίων η τραγουδίστρια Pia Ortkjær, με τη σχέση τους να απασχολεί τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Το 1971 γνώρισε την Gertrud, 16 χρόνια μικρότερή του, την οποία παντρεύτηκε το 1977 και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, την Claudia και τον Filippo. Το 1994 άνοιξε δικό του ρεστoράν και νυχτερινό κέντρο, το “Vin & Ølgod”, όμως χρεοκόπησε και έκλεισε το 1998. Το 2001 επέστρεψε στην κεντρική μουσική σκηνή. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Κοπεγχάγη με τα τρία παιδιά του. Πέθανε την πρωταπριλιά του 2023. Στις αρχές του 2022 διαγνώστηκε με καρκίνο. Διέκοψε κάθε δραστηριότητα. Υπεβλήθη μάλιστα σε εγχείρηση.
Jean-Claude Pascal (LUX 61, 81-Jean-Claude Roger Henri Villeminot): Γεννήθηκε το 1927 και πέθανε το 1992 από καρκίνο του στομάχου. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων. Η μητέρα του ήταν δισέγγονη του σχεδιαστή μόδας Charles Frédéric Worth. Ο πατέρας του πέθανε τη χρονιά της γέννησής του. Πολέμησε για την απελευθέρωση του Στrασβούργου: είναι ο πρώτος στρατιώτης που μπήκε στην πόλη τον Νοέμβριο του 1944, ενώ ακόμα ο γερμανικός στρατός άδειαζε την πόλη. Για τον λόγο αυτό τιμήθηκε με Πολεμικό Σταυρό (Croix de guerre). Σπούδασε στη Σορβόννη, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως στυλίστας στον Hermès, σχεδιαστής μόδας και μοντέλο στον Christian Dior και τον Roger Piguet, σκηνογράφος στο θέατρο και ενδυματολόγος σε κινηματογραφικές παραγωγές. Πήγε στη δραματική σχολή και έκανε τεράστια καριέρα, πιο πολύ ως ηθοποιός, παρά ως τραγουδιστής. Όταν κάμφθηκε η καριέρα του, έγινε συγγραφέας και ιστοριογράφος. Το 1986 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο Beau Masque, με πολλά παρασκήνια και λεπτομέρειες για τη μοναξιά την οποία ένιωθε και το πρόβλημά του με τον αλκοολισμό. Οι στάχτες του διασκορπίστηκαν στον κόλπο του Mont Saint-Michel στη Βρετάνη και τον κόλπο του Hammamet στην Τυνησία, όπου είχε μια βίλα. Η συμμετοχή του, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα, καταγγέλλει την καταπίεση των ομοφυλοφίλων και προαναγγέλλει την αλλαγή νοοτροπίας προς την ανεκτικότητα. Και μια λεπτομέρεια: το τραγούδι είχε ήδη τραγουδήσει σε demo η Isabelle Aubret, αλλά τελικά επελέγη εκείνος ως πιο γνωστός.
The Αllisons (UK 61): Δεν είναι αδέλφια (τους προέβαλαν απλώς έτσι, για να έχουν μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, καθώς ήταν τότε της μόδας), αλλά οι Brian Henry John Alford (γεννημένος το 1939 στο Λονδίνο) και Bernard (“Bob”) Colin Day (γεννημένος το 1941 στο Trowbridge-πέθανε το 2013 μετά από μακρόχρονη ασθένεια). Από φτωχές οικογένειες έγιναν πασίγνωστοι χάρη στον διαγωνισμό, αλλά διαλύθηκαν το 1963, μη μπορώντας να επαναλάβουν την επιτυχία αυτή. Συνέχισαν με σόλο καριέρες, κυρίως ως συνθέτες και παραγωγοί. Ο John αρέσκεται στο να παίζει κιθάρα γυμνός (είναι γυμνιστής και φυσιολάτρης), ενώ ο Bob πλενόταν στα δημόσια λουτρά μια φορά τον μήνα. Το 2019, ενώ έκανε ποδήλατο, ένας οδηγός τον χτύπησε και του προκάλεσε κάταγμα στη λεκάνη και εξάρθρωση στον γοφό, με αποτέλεσμα να περπατά πλέον με μπαστούνι.
Betty Curtis (ITA 61-Roberta Corti): Γεννήθηκε το 1935 στο Μιλάνο. Η καριέρα της είχε πολλές διακυμάνσεις, με αλλεπάλληλες αλλαγές εταιρειών (αφού είχε κλείσει εκείνη, της οποίας ήταν ιδιοκτήτρια). Το 1981 ανοίγει μια σχολή τραγουδιού, όπου διδάσκει και λειτουργεί ως κυνηγός ταλέντων, ενώ παράλληλα εμφανίζεται σε σημαντικά θέατρα ανά τον κόσμο. Το 2006 πέθανε μετά από μακρόχρονη ασθένεια σε μια κλινική του Lecco.