Kate (NOR 87- Kate Guldbransen): γεννήθηκε το 1965 στο Slemmerstad. Tο πρώτο της single πήγε στο #1 στη Νορβηγία. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το παρθενικό της άλμπουμ, «The Baeuty and the beat», το οποίο έκανε επιτυχία. Το 1985 κέρδισε το Oslo Pop Festival. Πήρε το πρώτο βραβείο στα φεστιβάλ Καϊρου (κάτι που την οδήγησε σε ένα σώου στο Λος Άντζελες), ενώ εκπροσώπησε τη χώρα της και στο φεστιβάλ του Τόκυο, όπου επίσης κέρδισε. Σήμερα δουλεύει στο κανάλι TV2. Το Mitt liv δεν ακούστηκε καθόλου. Το 1989 μπήκε στα δέκα του τελικού. Λατρεύει τα σπορ αυτοκίνητα. Η διασκευή της στο τραγούδι του Jørn Hansen Med gullet for øyet έγινε ο επίσημος ύμνος των Χειμερινών Παραολυμπιακών Αγώνων του 1998 στο Nagano. Μετά από μία δεκαετία αποχής, επέστρεψε στα μουσικά δρώμενα το 2004, με μια διασκευή του Jolene της Dolly Parton. Έχει κυκλοφορήσει τρία σόλο άλμπουμ κι ένα συλλογικό, φιλανθρωπικού χαρακτήρα, καθώς κι αρκετά single. Μένει στο Hokksund με την κόρη της Sandra, ενώ κάνει περιοδείες ως μέλος του ντουέτου Kate & Gutta.
Datner & Kushnir (ISR 87-Nathan Datner & Abraham Yeshayahu “Avi” Koosnir): είναι γνωστοί και ως Lazy Bums. O πρώτος (31 τότε), με πατέρα Πολωνοεβραίο και μητέρα Ουγγροεβραία που επέζησαν του ολοκαυτώματος, αποφοίτησε από θρησκευτικό σχολείο και ήταν μέλος της νεανικής σιωνιστικής οργάνωσης Bnei Akiva. Έπαιζε στο θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση, ιδίως σε παιδικά έργα, ενώ έκανε και μεταγλωττίσεις. Για κάποια χρόνια είχε δική του ραδιοφωνική εκπομπή, χρημάτισε δε και διευθυντής θεάτρου. Το 2021 επρόκειτο να κατέβει στις βουλευτικές εκλογές, αλλά το κόμμα του δεν έλαβε μέρος τελικά σε αυτές. Έχει έναν γιο και μία κόρη ηθοποιό. Ο δεύτερος (26 τότε) ήταν τότε άγνωστος (εργαζόταν ως τεχνικός στο θέατρο), αλλά σήμερα είναι από τους πιο γνωστούς κωμικούς, κυρίως σε παιδικά έργα και μιούζικαλ. Έχει δύο γιούς (ο ένας ηθοποιός κι ο άλλος ορειβάτης) και μία κόρη ηθοποιό. Συναντήθηκαν στην παράσταση «Το ημέρωμα της στρίγγλας» του Σαίξπηρ. Το έκαναν για αστείο, καθώς νόμιζαν ότι ο κόσμος έπαιρνε τη Γιουροβίζιον πάρα πολύ στα σοβαρά. Στην επιλογή ο Kushnir ξέχασε τα λόγια του. Η θέση αυτού του κακέκτυπου των Blues Brothers αποτέλεσε έκπληξη και σοκ στο Ισραήλ. Οι αντιδράσεις για τη συμμετοχή τους ήταν τόσο μεγάλες, ώστε ο Υπουργός Πολιτισμού Yitzak Navon προσπάθησε να τους εμποδίσει με όλα τα μέσα που διέθετε να πάνε, απειλώντας να παραιτηθεί (τελικά δεν το έκανε). O Datner παρουσίασε την επιλογή του 1993 και συμπαρουσίασε εκείνη του 1985. Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία στη Βραζιλία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και -κυρίως- την Ισλανδία, όπου έκαναν περιοδεία.
Για τον Gary Lux (AUS 83, 85, 87), βλ. 1983 και 1985. Εικάζεται πως η Ευρώπη “εκδικήθηκε” την Αυστρία, διότι μόλις είχαν αποκαλυφθεί τα εγκλήματα πολέμου του Kurt Waltheim, γνωστού από τη δράση του στη Μάχη της Κρήτης. Η Ελλάδα, μεγαλόψυχη, αν και άμεσα ενδιαφερόμενη, ήταν η μόνη που του έδωσε 7 βαθμούς!
Halla Margrét (ISL 87-Halla Margrét Árnadóttir): γεννήθηκε το 1964 στην πρωτεύουσα και ξεκίνησε με τη χορωδία του σχολείου της. Σπούδασε στο Μουσικό σχολείο του Reykjavik. Η Γιουροβίζον ήταν η πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή. Σήμερα είναι τραγουδίστρια της όπερας. Ζει εδώ και 25 χρόνια στην Ιταλία, όπου διατηρεί με τον σύζυγό της καφετέρια στην Parma.
Liliane Saint-Pierre (BEL 87-Liliane Keunickx): γεννήθηκε το 1948 στο Molenstede. Μετά από κάποιες διακρίσεις σε διαγωνισμούς τραγουδιού, έκανε κάποια καριέρα στη Γερμανία. Μετά υπήρξε για χρόνια supporting artist του Γάλλου σούπερ-σταρ της ποπ και της ντίσκο Claude François, μία συνεργασία που διεκόπη, όταν εκείνος τσακώθηκε με τον μάνατζέρ της (είχε προηγηθεί ακύρωση πολλών εμφανίσεων, διότι η Liliane προσεβλήθη από μόλυνση στα μάτια). Αμέσως μετά έγινε μέλος του διάσημου γκρουπ Glory Hallelujah. Εξαφανίστηκε για μια δεκαετία, καθότι έπαψε να συνεργάζεται με τον μάνατζέρ της Milo De Coster, όταν χώρισε από τον γιο του Denis, μέχρι που τη βοήθησε ο Bobbejaan Schoepen (BEL 57), όταν την κάλεσε για σειρά εμφναίσεων στο θεματικό του πάρκο. Εκεί γνώρισε τον Βούλγαρο μαέστρο Serge Popovski και κάπως έτσι βρέθηκε να δισκογραφεί στη χώρα του. Ο δεύτερος σύζυγός της, Marc Hoyois (απεβίωσε το 2010), ήταν αρχικά παντρεμένος με την Ann Christy (ΒΕL 75). Η συμμετοχή της στη Γιουροβίζιον σήμανε και το comeback της. Το 1981, ζηλεύοντας ίσως την επιτυχία του Amsterdam, είπε στην επιλογή του Βελγίου το Brussel. Τρία χρόνια νωρίτερα υπηρξε υποψήφια για το Λουξεμβούργο. Το τραγούδι ανέβηκε στο #4 του Hitparade και το #1 του Φλαμανδικού Τοπ. Ακολούθησε νέα περίοδος σιωπής μέχρι το 1996. Δισκογραφεί και εμφανίζεται πλέον σποραδικά μαζί με τη μπάντα της Major Five. Έχει ηχογραφήσει αρκετά τραγούδια με κοινωνικό μήνυμα. Το 2007 το τραγούδι της ψηφίστηκε ως ο απόλυτος gay ύμνος του διαγωνισμού, περνώντας ακόμα και τη Dana International ή την DQ, εξάλλου πρωτοστατεί στο κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων της LGBT+ κοινότητας. Έχει έναν γιο από τον πρώτο της γάμο. Το 2020 κυκλοφόρησε νέο άλμπουμ, μετά από έξι χρόνια αποχής.
Lotta Engberg (SWE 87-Anna Charlotte “Lotta” Pedersen-Engberg): γεννήθηκε το 1963 στο Överkalix. Μετά από μετακομίσεις σε διάφορες πόλεις, η οικογένειά της καταστάλαξε στο να μείνει στην πρωτεόυυσα. Ξεκίνησε μουσικά μαθήματα από τα 6 της χρόνια. Η καριέρα της άρχισε το 1980. Ήταν μέλος του φωνητικού γκρουπ Trioala. Από το 1989 έως το 1994 μετείχε στην Lotta & Anders Engbergs Οrkester, μαζί με τον πρώην συζυγό της (είχε προηγηθεί άλλος γάμος με τον Patrik Ehlersson). Ως το 2002 είχε δική της ορχήστρα που έφερε το όνομά της. Έκτοτε κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια και τηλεπαρουσιάστρια. Η Φινλανδή Arja Saionmaa, η οποία έχει κάνει σουηδικές διασκευές τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, ήρθε 2η, για έναν πόντο, στον εθνικό τελικό. Ο αρχικός τίτλος του τραγουδιού, με επιρροές από το μουσικό στυλ calypso, ήταν Fyra bugg och en Coca-Cola. Απερρίφθη, διότι έκανε διαφήμηση στην Κόκα-Κόλα και την τσίκλα Bugg. Το τραγούδι είχε αρχικά γραφτεί για τους The Pinks, τα μέλη των οποίων ήταν μεταξύ 10-14 ετών, για τον λόγο αυτό θεωρήθηκαν πολύ μικροί. Η Lotta εμφανίστηκε ξυπόλητη στη σκηνή, κάτι που προσπάθησε να δικαιολογήσει μάλλον άκομψα: ήταν λεχώνα τριών εβδομάδων και δεν της έκαναν πια τα παπούτσια της! Το 1988 ήταν, μαζί με τους Triple & Touch, 3η, το 1990 7η και το 1996 3η, με το Juliette och Jonathan που έγινε μεγάλη επιτυχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανήκει στους τρεις καλλιτέχνες από το MF που τιμήθηκαν το 1999 με γραμματόσημο. Οι άλλοι δύο είναι οι Arvingarna (SWE 93) και ο Sten Nilsson (MF 67, 69, 88). Έφθασε ως το #19. Έχει δύο κόρες με τον παραγωγό Anders Engberg, οι οποίες συχνά τη συνοδεύουν στις ηχογραφήσεις. Ήταν και στα φωνητικά των Herreys το 1984, χρονιά οπότε ως Lotta Pedersen ήρθε 2η στην επιλογή, σε ντουέτο με τον Göran Folkestad, αλλά και το 1985, πίσω από την Kikki Danielsson (άλλη πηγή θέλει να ήταν στα φωνητικά των Bobbysocks). Το 2002 με τις άλλες βετεράνες, Kikki Danielsson & Elisabeth Andreasson ήρθε 3η. Προσπάθησε πάλι το 2012 και ήρθε 3η στο Second Chance. Στο σήμερα ζει στο Alingsås μαζί με τον τρίτο της σύζυγο, τον γιατρό Mickael Sandström και εργάζεται ως καθηγήτρια μουσικής, δίχως να λείπουν οι εκτεταμένες περιοδείες στη χώρα της. Από ό, τι διαβάσαμε έχει κάποια κόντρα με τη Sanna Nielsen!
Umberto Tozzi & Raf (ITA 87-Umberto Antonio Tozzi & Raffaele Riefoli): ο Umberto Tozzi γεννήθηκε το 52 στο Τορίνο και ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ακολουθώντας τα χνάρια του αδελφού του, Franco Tozzi, επίσης γνωστού τραγουδιστή της εποχής. Διεθνείς επιτυχίες με τα Tu, Ti amo, Stella sai και Gloria. Το τελευταίο, με τη φωνή της Laura Branigan παρέμεινε για πολλές εβδομάδες στο αμερικανικό Τοπ. Μετά από ένα διάστημα απουσίας, επέστρεψε το 1987, οπότε κέρδισε στο Sanremo (σε σύθεση του Raf), μαζί με τον Enrico Ruggieri (ITA 93) και τον Gianni Morandi (ITA 70). Το 1991 μετακόμισε στο Montecarlo όπου εργάζεται η σύζυγός του και είναι παντρεμένα τα παιδιά του. Λίγο αργότερα έμεινε για δύο χρόνια στο Λουξεμβούργο. Το 2012 καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φιλάκιση για φοροδιαφυγή. Μετά από έφεση, η ποινή μειώθηκε σε οκτώ μήνες με αναστολή. Τελικά απαλλάχτηκε από το Εφετείο το 2017. Συνολικά έχει πουλήσει 70 εκατομμύρια δίσκους στην καριέρα του. Η ελληνική διασκευή του εν λόγω, έγινε από τον Χρήστο Κάλλοου και τη Φωτεινή Σαββατιανού (GRE 90), ως Παράλληλοι Δρόμοι. Ο Raf γεννήθηκε το 1959 στη Margherita di Savoia και ξεκίνησε το 1976, τραγουδώντας με συγκροτήματα Νew Wave, όπως οι Cafè Caracas. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία. Το 1980 ξεκινά σόλο καριέρα στο Λονδίνο, στο κλαμπ Marquee. Εκεί τον συναντά ο Giancarlo Bigazzi (στιχουργός ITA 71, 73, 87, 92), που του γράφει το Self Control, το οποίο έκανε παγκόσμια επιτυχία, τόσο με τη φωνή του ιδίου, όσο και με εκείνη της Laura Branigan. Το 2015, 24 χρόνια μετά από την τελευταία συμμετοχή του στο Sanremo είναι ξανά υποψήφιος, αλλά αποκλείστηκε, διότι δεν του “έβγαινε” η φωνή λόγω βρογχίτιδας. Μετά από αισθητική επέμβαση, τα tabloids έγραφαν ότι έμοιαζε πλέον με τον πορνοστάρ Rocco Siffredi. Δραστηριοποιείται και ως συνθέτης, έχοντας δώσει τραγούδια σε άλλους καλλιτέχνες. Από το 1996 είναι παντρεμένος με τη σουμπρέτα Gabriella Labate, η οποία πέρασε δύο περιπέτειες με την υγεία της, όταν έπεσε πάνω σε μια σιδερένια ράβδο που της τρύπησε τον πνεύμονα κι όταν προσεβλήθη από σπάνια ασθένεια που της άφησε μια τεράστια ουλή στο σώμα. Έχουν μία κόρη κι έναν γιο. Το 2018 έβγαλαν από κοινού ένα άλμπουμ, το Raf Tozzi, ενώ έναν χρόνο μετά πραγματοποίησαν περιοδεία σε όλη την Ιταλία.
Nevada (POR 87): Πρόκειται για τους Alfredo Azinheira και Jorge Mendes. Δημιουργήθηκαν το 1983 και διαλύθηκαν το 1991. Είναι και οι δύο φανατικοί των σπορ. Αμέσως μετά τον διαγωνισμό ο Jorge αποχώρησε και το ντουέτο έγινε τρίο, με την προσθήκη των κοριτσιών που τους έκαναν φωνητικά, δηλαδή της Fernanda Lopes (φωνητικά POR 90, 92, 93, 96, 99, 01) και της Carla Burity (Isabel Cabral Neves). O Alfredo εμφανίζεται σήμερα με την μπάντα Αr d’Graça. Η δισκογραφία του σταματά το 1991. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1949 και μένει στο Oeiras. Ξεκίνησε ως μπασίστας στους Chinchilas. Μετακόμισε στην Ανατολική Τιμόρ, όπου έγινε μέλος των Académicos de Timor. Επιστρέφοντας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Πορτογαλία μετείχε στους Plutónicos και ίδρυσε τους Ferro & Fogo. Στον εθνικό τελικό του 1974 ήταν μέλος της ορχήστρας της κρατικής τηλεόρασης. Ο Jorge γεννήθηκε στο Darque το 1966. Έκανε καριέρα ως τραγουδιστής του fado και παραδοσιακών πορτογαλικών τραγουδιών.
Patricia Kraus (SPA 87): γεννήθηκε το 1964 στο Μιλάνο, αλλά από μικρή έζησε στην Ισπανία. Κόρη του διάσημου τενόρου από τις Κανάριες Νήσους Alfredo Kraus (ο οποίος πέθανε το 1999), σπούδασε μουσική θεωρία, φωτογραφία και design. Μιλά τρεις γλώσσες και αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια της ποπ, όταν-ούσα φοιτήτρια- ανακάλυψε το δημοφιλές στην Ισπανία High School Rock. Συνθέτει και η ίδια. Έχει κυκλοφορήσει αρκετά άλμπουμ, κάποια από τα οποία με πειραματικούς ηλεκτρονικούς ήχους. Για ένα διάστημα μετείχε στους Waxbeat. Το 2006 ήταν καθηγήτρια φωνητικής στο Οperación Triunfo, δηλαδή τη διαδικασία επιλογής του εκπροσώπου της χώρας. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται μαζί με Ιταλούς μουσικούς στην Vintage Club Band.
Seyyal Taner & Lokomotif (TUR 87): εκείνη γεννήθηκε το 1952 στην Şanlıurfa και τραγουδά επαγγελματικά από τα 12 της. Από τα πρώτα ονόματα της λαϊκής, αλλά και της ροκ μουσικής (η “Tina Turner” της γείτονος), ήρθε 3η στα καλλιστεία κι έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην τανία Villa Rides με τον Robert Mitchum, τον Yul Brynner και τον Charles Βronson. Αυτό συνέβη, όταν, μετά από πρόσκληση των Los Bravos, εμφανιζόταν σε μιούζικαλ στην Ισπανία, όπου γυρίστηκε το φιλμ. Αφότου παντρεύτηκε τον κιθαρίστα τους Peter Harold, έφυγε για τη Γερμανία. Μετά από το διαζύγιο (απέκτησαν μία κόρη) επέστρεψε στην Τουρκία. Έχει κάνει κινηματογραφικές σπουδές, εξ ου και οι πολλές εμφανίσεις της σε τουρκικά φιλμ, αλλά και στο παρθενικό τουρκικό τηλεοπτικό μιούζικαλ. Πρώτο άλμπουμ το 1974. Για χρόνια υπήρξε θύμα μποϋκοτάζ από την τουρκική τηλεόραση. Το 1986 ισοψήφισε με το νικητήριο τραγούδι στον εθνικό τελικό, αλλά η ψήφος της προέδρου της επιτροπής έκρινε το αποτέλεσμα. Ήταν η πρώτη που χόρεψε και ξέφυγε από τις στατικές εμφανίσεις, ενώ συζητιόταν πάντα για τις ενδυματολογικές της φανταιζί επιλογές. Μετά από το μηδενικό αποσύρθηκε για δύο χρόνια. Γενικά εξαφανίζεται για μεγάλα χρονικά διαστηματα. Ζει πλέον στο Bodrum. Η αδελφή της Serap Özşahin υπήρξε αεροσυνοδός. Σκοτώθηκε, όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε έπεσε στη θάλασσα του Μαρμαρά. Είναι το μεγαλύτερο gay icon στη χώρα της.
Το πενταμελές γκρουπ Locomotif υπάρχει από το 1974 και ειδικεύεται στη τζαζ και ροκ. Εργάζονται τόσο αυτόνομα, όσο και ως φωνητικά γνωστών Τούρκων καλλιτεχνών. Η Melis Sökmen, ήταν καλεσμένη στο διάλειμμα της επιλογής του 1996, ενώ έχει διαγωνιστεί σόλο σε αρκετούς εθνικούς τελικούς. Είναι πλέον σημαντική ποπ τραγουδίστρια, καθηγήτρια φωνητικής, ερμηνεύτρια διαφημιστικών jingles και εκφωνήτρια τηλεοπτικών trailer. Μία από τις γιαγιάδες της κατάγεται από τη Γκάνα. Δύο από τα μέλη τους, ο Tansu Atak (κιθάρα) και ο Alper Berksu (κήμπορντς) δεν ζουν πλέον. Οι άλλοι δύο είναι ο Mehmet Emin Taşer (φωνητικά-δεν εντοπίσαμε πρόσφατη φωτό) κι ο Ferudun Mete (ντραμς). Τα τελευταία χρόνια δίνουν συναυλίες για παιδιά με κινητικά προβλήματα και νοητική υστέρηση. Πέρα από τιν ιδιαίτερη εμφάνισή τους, η οποία προκάλεσε γέλιο στους σχολιαστές, μερίδα του Τύπου απέδωσε την τελευταία θέση στα γεγονότα που είχαν γίνει τότε στο Αιγαίο με το πλοίο Sismik… Και ένα trivium: ο συνθέτης τους Olcayto Ahmet Tuğsuz (TUR 78, φωνητικά και συνθέτης TUR 82) κατέχει τη 2η θέση στα ρεκόρ επανεμφάνισης συνθέτη (SMR 2016, 29 χρόνια), μετά από τον Pierre Kartner (NL 1973-2010, 37 χρόνια)!
Bang! (GRE 87): Είναι ο τραγουδιστής Θάνος Καλλίρης και ο Βασίλης Δερτιλής στα κήμπορντς. Ο πρώτος έκανε πολλές αρνητικές δηλώσεις μετά το διαγωνισμό για ανταλλαγές βαθμών και αδιαφάνεια. Ο Βασίλης σπούδασε στην Ελλάδα και τη Γερμανία και το 1979 δημιούργησε τους Αποκάλυψις, με τους όποιους έπαιζε ως το 1981, πριν συνεργαστεί με αρκετούς καλλιτέχνες. Ο Θάνος είναι συνιδρυτής των Bang! το 1985, οι οποίοι είχαν ήδη ένα άλμπουμ πριν από τον διαγωνισμό. Εμφανίζονταν με τα ονόματα Paul Stevens και Billy Adams. Στα φωνητικά τους, εκτός από τη Μαριάνα Ευστρατίου (GRE 89, 96) ήταν η Laura Burke και η αδερφή του Θάνου Καλλίρη, Κατερίνα. Έδωσαν τότε συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο. Πούλησαν 200.000 αντίτυπα σε κασέτες στη Σκανδιναβία, ενώ προσεκλήθησαν για εμφανίσεις στη Γερμανία και τη Δανία. Είναι, με απόσταση, μαζί με τους Antique, το πιο διεθνές ελληνικό συγκρότημα που εμφανίστηκε ποτέ στον διαγωνισμό. Τους έντυσε ο Μιχάλης Ασλάνης, ενώ επιστρατεύθηκε Αμερικανός χορογράφος. Ξεκίνησαν ως τρίο, μαζί με τον Μιχάλη Καπούλα. Το 2016 κυκλοφόρησε το “Love me tonight”, δηλαδή η αρχική βερσιόν του “Stop”, η οποία παιζόταν στα live, όταν ήταν ακόμα τρεις, αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει, μολονότι είχε ηχογραφηθεί. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα γι’ αυτήν την άγνωστη ιστορία εδώ. Συνεργάστηκαν με μεγάλα διεθνή ονόματα. Είναι το μόνο ελληνικό συγκρότημα που έχει μπει στο Τοπ της Αμερικής (με το Ηolding my Ηeart). Τo You’re the Οne μπήκε στο βρετανικό Top 75, ενώ πούλησαν αρκετά αντίτυπα σε Ευρώπη και Ιαπωνία, όπου έκαναν μίνι περιοδεία. Από το 1992 ο Θάνος Καλλίρης (Αθανάσιος Μπέζος, 1962-) κάνει σόλο καριέρα. Από το 1984 ανήκε στους Bijoux. Ήταν σε σχέση με τη Ναταλία Γερμανού. Γιος χωρισμένων γονιών κι ο ίδιος, είναι διαζευγμένος από το 2013 (η πρώην σύζυγός του είναι μόνιμη υπαξιωματικός του ναυτικού και εργάζεται στο Υπουργείο Άμυνας) κι έχει έναν γιο και μία κόρη. Ένα από τα παιδιά του αντιμετωπίζει σοβαρά κινητικά προβλήματα. Κάποτε έσωσε την Αγγελική Νικολούλη από πνιγμό, δίνοντάς της το φιλί της ζωής. Επιδίδεται σε φιλανθρωπίες. Ο αδελφός της γιαγιάς του, Κώστας Μπέζος (Κωνσταντίνος Μπεζόπουλος), ήταν σκιτσογράφος, ρεμπέτης (συνέθετε με το ψευυδώνυμο Α. Κωστής-μεγαλύτερη του επιτυχία η ”Παξιμαδοκλέφτρα”) και αρθρογράφος, αλλά και ο εισηγητής της χαβάγιας στην Ελλάδα. Ο πατέρας του ήταν ο κιθαρίστας, πρώην μέλος των Forminx και συνεργάτης του Μίμη Πλέσσα, Τίτος Καλλίρης (Χρήστος Μπέζος). Λεπτομέρειες και παρασκήνια από τον εθνικό τελικό του 1987 μπορείτε να διαβάσετε σε παλαιότερο αφιέρωμα.
Marcha (NL 87-Margaretha Hendrika Maria Groeneveld): γενήθηκε το 1956 στο Lattrop. Είναι νοσοκόμα και δούλεψε σε μεγάλο νοσοκομείο (MST Oldenzaal/Enschede), στη νευρολογική και ψυχιατρική κλινική, κατόπιν πιέσεων των γονιών της, ενώ παράλληλα τραγουδούσε με μπάντες στην Ολλανδία και τη Γερμανία για 7 χρόνια. Κέρδισε έναν διαγωνισμό στα 12 της χρόνια και ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι. Έκανε ένα επιτυχημένο ντουέτο με τη Marianne Woisink των Teach-In, τις Tulip. Από το 1981, ήταν μέλος του συγκροτήματος Babe (ως αντικαταστάτρια της Gemma van Eck), με 16 επιτυχίες και περιοδείες σε Ευρώπη και Ασία. Μαζί ήρθαν 2οι στην επιλογή του Λουξεμβούργου, χάνοντας για 2 πόντους το εισιτήριο. Διαλύθηκαν το 1986. Το 1987 είπε όλα τα τραγούδια του τελικού. Κέρδισε το βραβείο δημοφιλίας από τους ξένους ανταποκριτές. Κάνει καριέρα με το όνομα Marga (Μάρχα) Bult. Για μία και μοναδική φορά (στη Γιουροβίζιον) το όνομά της προφέρθηκε ως Μάρσα. Τη δεκαετία του ’90 στράφηκε στην τηλεπαρουσίαση, με εκπομπές σε διάφορα κανάλια. Το 2000 δημιούργησε τις Dutch Divas μαζί με τις Maggie McNeal (NL 74, 80) και Sandra Reemer (NL 72, 76, 79), οι οποίες έκαναν θραύση στην gay κοινότητα. Έχει μετάσχει σε φιλανθρωπικές συναυλίες και ηχογραφήσεις. Επέστρεψε σε κλινική, για να βοηθήσει ασθενείς με κορωνοϊό, αλλά παραιτήθηκε, καθότι υπήρξε σφοδρή αρνήτρια των εμβολίων, γεγονός που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, ακόμα και όταν βραβεύτηκε για την προσφορά της ως εθελόντρια. Κατείχε μία εταιρεία ενοικιάσεως εξοπλισμού, η οποία συγχωνεύθηκε με μία εταιρεία διοργάνωσης εκδηλώσεων, όπου είναι συνιδιοκτήτρια, μαζί με τον πρώην σύζυγό της Jan van Ingen (ήταν μαζί από το 1989 μέχρι το 2015) στην πόλη Denekamp. Για να γίνει αυτό δανείστηκαν το 2014 50.000 από κάποιον μεσίτη, ο οποίος τους πήγε στα δικαστήρια ζητώντας 85.000 για τόκους υπερημερίας, καθότι αδυνατούσαν να τον ξεπληρώσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το 2017 έπεσε από μια σκάλα, κατά τη διάρκεια μιας φιέστας πολιτικού κόμματος κι έσπασε το πόδι της σε τρία σημεία. Μαζί έχουν τρία παιδιά (εκείνος δεν ζει πια). Είναι πλέον σε σχέση με τον πρώην μάνατζέρ της Ludo Voeten. Ζουν στο Oisterwijk. Παραμένει ενεργή δισκογραφικά από το 1970 έως σήμερα.
Plastic Bertrand (LUX 87-Roger François Jouret): γεννήθηκε το 1954 στις Βρυξέλλες και είναι πολιτογραφημένος Βέλγος. Η μητέρα του είναι Ουκρανή και ο πατέρας του Γάλλος. Συναντήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αφού πέρασε από κάποια νεανικά συγκροτήματα, έγινε μέλος του γκρούπ Hubble Bubble (τραγούδι και ντραμς), όταν ανακαλύφθηκε σε ένα club από ένα ραδιοφωνικό παραγωγό. Είχαν πολλές ατυχίες: ο κιθαρίστας τους μπήκε σε άσυλο, ο μπασίστας πέθανε από ναρκωτικά, έτσι προσανατολίστηκε προς τη σόλο καριέρα. Φορούσε πάντα ένα ροζ πλαστικό ρούχο με πολλά φερμουάρ και λεγόταν τότε Roger Junior. Ήδη από το 1976 εργαζόταν ως θεατρικός και τηλεοπτικός ηθοποιός. Το 1977 έβγαλε το πρώτο του single, το Pogo pogo, με B-side το, μυθικό πλέον, Ça plane pour moi (8 εκατομμύρια αντίτυπα σε Ευρώπη και Αμερική). Τη μουσική του έχει γράψει ο Lou Deprijck, από τους Lou & The Hollywood Bananas (το πρώτο γαλλικό reggae group). Εκείνη τη χρονιά άλλαξε επίσης το όνομά του, βάσει των ρούχων που φόραγε (Plastic), αλλά και του ονόματος ενός κριτικού πανκ μουσικής, του Bert Bertrand ο οποίος δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Στο 2ο άλμπουμ του, του οποίου το βινύλιο ήταν φούξια, εμφανίστηκε μακιγιαρισμένος σαν γυναίκα. Επηρεασμένος από τους Telex (BEL 80), γράφει ηλεκτρονική μουσική. Ακολούθησε σειρά επιτυχιών (15 χρυσοί δίσκοι, 5 πλατινένιοι και πολλά γαλλικά και βελγικά μουσικά βραβεία), μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου άρχισε να θεωρείται κάπως ξεπερασμένος. Από το 1979 ως το 1984 έγινε παρουσιαστής εκπομπών σε Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο και συμμετείχε στη γνωστή ροκ όπερα «Abbacadabra» με πρωταγωνιστή τον Daniel Balavoine (φωνητικά FRA 76). Το τραγούδι του Jacques Cousteau βγήκε τυχαία λίγο πριν ο μεγάλος ωκεανογράφος πεθάνει, κάτι που προκάλεσε σάλο. Από το 1984 ως το 1986 έκανε αποτοξίνωση, αφού είχε σπάσει όλα του τα συμβόλαια. Εκείνον τον καιρό οργιάζαν οι φήμες ότι είχε πεθάνει από AIDS. Το 1986 επανέκαμψε γράφοντας τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά «Les pique-assiettes» και το φιλμ «Astérix et la surprise de César». Ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, Plaction Records, που μετονομάστηκε αργότερα σε PB Twice. Άνοιξε, επίσης, μια γκαλερί στις Βρυξέλλες, το «Art Store». Είχε μια Rols-Royce με fumé τζάμια, όπου έκανε sex, drugs & rock n’roll πάντα παρουσία δύο σωματοφυλάκων (άραγε συμμετείχαν και αυτοί;). Αρχικά είχε γίνει πρόταση το 1987 στην Ισραηλινή Ilana Avital (έχει πάει πολλές φορές σε επιλογές), η οποία όμως αρνήθηκε να πει το συγκεκριμένο τραγούδι. Ο Plastic ήταν τότε στα τελειώματα της καριέρας του και δεν είχε τίποτε να χάσει. Έχει αποκυρήξει επανειλημμένα το Amour Amour. Ο ίδιος ο Πάπας ευλόγησε ένα δίσκο του σε 5 γλώσσες, αφού τα έσοδα διετέθησαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και ο δίσκος τέθηκε υπό την προστασία του Βατικανού. Έχει έναν γιο και μια κόρη. Σύμφωνα με δημοσκόπηση στο MTV ήταν ο καλλιτέχνης του οποίου το comeback ήταν το πιο πολυαναμενόμενο, ως εκ τούτου επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια αποχής. Το 2006 δικαστήριο όρισε έναν ειδικό, ο οποίος απεφάνθη πως στο Ça plane pour moi τραγουδά ο ίδιος, κι όχι ο Lou Deprijck, όπως φημολογείτο. Ωστόσο ο Plastic, υπό τον σάλο αλλεπάλληλων δημοσιευμάτων, αναγκάστηκε να παραδεχτεί το 2010 ότι αυτό συνέβη όχι μόνο για το συγκεκριμένο άσμα, αλλά συνολικά για τους τέσσερεις πρώτους δίσκους του. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το σκάνδαλο εδώ.
Rikki (UK 87-Richard Winter Peebles): γεννήθηκε το 1965 στη Γλασκώβη. Τραγουδιστής και συνθέτης, ήταν μέλος των Middle of the Road, οι οποίοι έκαναν το χιτ Space Machine. Έγραψε επίσης το θέμα της τηλεοπτικής σειράς «Comfort and Joy». Με εμφάνιση στο Top of the Pops, είχε κάνει επιτυχία και στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία με το Seven days και το Bad Money, ενώ ετοίμαζε τότε και το πρώτο του σόλο άλμπουμ (ήταν μέχρι τότε μέλος των Marmalade). Η επίσημη ασχολία του ήταν οδηγός mini-cab. Στην ίδια επιλογή ήρθε ένατος ο πρωταθλητής των 800 μέτρων, Gordon Campbell. Το τραγούδι ανέβηκε στο #96 της Αγγλίας, ενώ και το άλμπουμ του σημείωσε παταγώδη αποτυχία. Έκτοτε δεν ηχογράφησε τίποτε άλλο. Μέχρι το 2000 παρέμενε ήταν η χειρότερη θέση της χώρας του, γεγονός που έθεσε τέρμα στην καριέρα του, εξαιτίας και του βρετανικού Τύπου, ο οποιος χαρακτήρισε την εμφάνισή του ως μία από τις χειρότερες της χώρας. Ήταν ο μόνος που έγραψε, ερμήνευσε, έκανε την παραγωγή και κυκλοφόρησε το τραγούδι του. Πιθανότατα συνέχισε να εργάζεται ως οδηγός.
Christine Minier (FRA 87): γεννήθηκε το 1964 στο Saint-Raphaël και ξεκίνησε χορό στα 5 της χρόνια. Έζησε στη Σενεγάλη και τις Δυτικές Ινδίες ως το 1977. Αφού εξάσκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα της νοσοκόμας, της κομμώτριας και της χορεύτριας, σπουδάζοντας παράλληλα νηπιαγωγός, βρήκε το δρόμο της στο τραγούδι. Συνθέτης του εν λόγω ο αδελφός της, Μarc. Όταν κέρδισε τον εθνικό τελικό, εργαζόταν ως κομμώτρια. Έβγαλε μόνο ένα άλμπουμ, το οποίο δεν έκανε καμία επιτυχία. Είναι από το 1989 μέλος της La Bande à Basile, η οποία ιδρύθηκε το 1977 από τον θείο της, τον μουσικό Gérard Curci (η μπάντα μετείχε και στην ηχογράφηση της συμμετοχής της στη Γιουροβίζιον), με επιτυχίες στα charts, όπως το On va faire la java (#5).
Wind (GER 85, 87, 82): για το γκρουπ, βλ. 1985. H reggae συμμετοχή τους είναι ως σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα γερμανικά schlager. Το 1987 μετείχαν τα μέλη που ήταν και το 1985, εκτός από δύο: βασικός τραγουδιστής ήταν πλέον ο Andreas Lebbing (γενήθηκε το 1960 στο Bocholt), ο οποίος έφυγε το 1991 από το σχήμα, για να επιστρέψει έναν χρόνο μετά, μέχρι και σήμερα. Έχει κυκλοφορήσει 25 άλμπουμ με τους Wind. Παλαιότερα είχε κάνει καριέρα με τους The Sally’s. H σόλο πορεία του, είτε πριν, είτε παράλληλα με εκείνη του γκρουπ, ήταν με τα ονόματα Andy Andres (1978-1981), Andreas Haas (1981-1987) και Andreas Lebbing (1987-σήμερα). Έχει μια δική του μικρή δισκογραφική ετερεία. Επιπλέον, στη θέση του WilliJacob, πήγε ο -σε στυλ Michael Jackson– μαύρος κιθαρίστας Rob (Robert Pilatus). Γεννήθηκε το 1965 στο Μόναχο και πέθανε στα 32 του χρόνια το 1998 στο Friedrichshof. Με πατέρα Αφροαμερικανό και μητέρα Γερμανίδα έζησε για τέσσερα χρόνια σε οργανοτροφείο μέχρι να υιοθετηθεί. Στην εφηβεία του έφυγε από αυτήν την οικογένεια και εργάστηκε ως μοντέλο και χορευτής. Σύντομα έγινε, μαζί με τον Fabrice Μorvan, ο ένας από τους Milli Vanilli, με παγκόσμιες επιτυχίες και βραβεία, μέχρι που αποκαλύφθηκε το 1990 πως δεν τραγουδούσαν εκείνοι, αλλά δύο τραγουδιστές (Charles Shaw, Brad Howell) όχι τόσο ευπαρουσίαστοι. Τούς αφαιρέθηκαν τα βραβεία. Προσπάθησαν να συνεχίσουν τραγουδώντας οι ίδιοι, αλλά δίχως επιτυχία. Ο Rob βρέθηκε στη φυλακή για τρεις μήνες για επίθεση, βανδαλισμό και απόπειρα ληστείας. Πέρασε έξι μήνες σε αμερικανικό κέντρο απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Την πρηγουμένη της κυκλοφορίας του νέου άλμπουμ των Miilli Vanilli βρέθηκε νεκρός σε δωμάτιο ξενοδοχείο από υπερβολική δόση ναρκωτικών και αλκοόλ. Το άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε ποτέ…
Alexia (CYP 81, 87-Αλέξια Βασιλείου): γεννήθηκε το 1964 την Αμμόχωστο. Λόγω της τουρκικής εισβολής έγινε πρόσφυγας μαζί με την οικογένειά της. Πέρα από τραγουδίστρια και δημιουργός, είναι ακτιβίστρια. Έχει ασχοληθεί με πολλά μουσικά είδη. Το 1981 ήταν μέλος των Island, στην πρώτη συμμετοχή της χώρας. Επελέγη τότε με audition. Αυτό της απέφερε ένα συμβόλαιο στην Ελλάδα, αλλά προτίμησε να πάει στην Αμερική για σπουδές Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας, καταλήγοντας τελικά στη μουσική Ακαδημία Berklee της Βοστώνης. Το 1986 ήρθε 3η στην κλειστή κυπριακή επιλογή με το Τραγουδώ. Η επιλογή του 1987 επίσης ήταν κλειστή. Βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, όταν επελέγη το Άσπρο-Μαύρο. Μια βροχερή μέρα της τηλεφώνησαν ότι είχε κερδίσει. Το ηχογράφησε στη Σουηδία με την Air Music, όπου ένας φίλος της είχε πρόσβαση. Εκεί ηχογράφησε τρία άλμπουμ, εκ των οποίων τα δύο έγιναν χρυσά και το εν λόγω πλατινένιο σε όλη τη Σκανδιναβία. Με 500. 000 αντίτυπα, το πρώτο της άλμπουμ, που περιλαμβάνει και το Άσπρο Μαύρο, είναι το τέταρτο πιο επιτυχημένο όλων των εποχών για πρωτοεμφανιζόμενο Έλληνα καλλιτέχνη και το κορυφαίο για pop album. Το τραγούδι της «Καλημέρα», που έγινε το θέμα της εκπομπής «Πρωινός καφές» είχε έρθει 7ο (μένοντας εκτός ελληνικού τελικού) το 1990, με τη φωνή όμως της Μαντώς. Στα φωνητικά της είχε την Ευρυδίκη (CYP 92, 94, 07), την Έλενα Πατρόκλου (CYP 91) και τον συνθέτη Ανδρέα Παπαπαύλου. Στα χορευτικά ήταν ο Αναστάζιο (CYP 90) και ένα κοριτσάκι. Μερικές πληροφορίες ακόμα για την κυπριακή συμμετοχή του 1987 εδώ. Έζησε για χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ πλέον μένει στο Λος Άντζελες, κάνοντας σημαντική καριέρα, με αξιοζήλευτες συνεργασίες, έχοντας υιοθετήσει ένα προφίλ πολύ διαφορετικό από εκείνο της ποπ τραγουδίστριας του παρελθόντος. Στα 12 της χρόνια έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης στην Κύπρο από δύο πολύ γνωστά άτομα του χώρου. Για 14 χρόνια ήταν σε σχέση με τον επιχειρηματία Κυριάκο Ραπτόπουλο. Ο χωρισμός τους δεν στάθηκε βελούδινος, καθότι υπήρχαν οικονομικές εκκρεμότητες. Αν δεν μας απατά η μνήμη μας, υπήρξε παντρεμένη για μικρό διάστημα με διευθυντή γνωστής εταιρείας, αλλά χώρισαν, διότι την κακοποιούσε σωματικά. Όπως είχε ακουστεί, στο παρελθόν πέρασε μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία της λόγω της επάρατης νόσου, αλλά το ξεπέρασε.
Vicky Rosti & Boulevard (FIN 87-Virve Hannele Rosti): γεννήθηκε το 1958 στο Ελσίνκι. Ξεκίνησε το 1974 κερδίζοντας σε ένα εθνικό διαγωνισμό ταλέντων, με βραβείο να ανοίγει τις συναυλίες του Danny, συνεχίζοντας παράλληλα να φοιτά στο σχολείο. Εξελέγη καλύτερη τραγουδίστρια το 1976. Το 1977 ξεκίνησε σόλο περιοδείες. Μετά από ακόμα έναν πλατινένιο δίσκο αποσύρθηκε το 1981, για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Με το εν λόγω έκανε comeback. Από το 1991 είναι μέλος του συγκροτήματος Menneisyyden Vangit, μαζί με τον Freeman και τον Kari Kuivalainen (FIN 86). Έκτοτε κάνει καριέρα άλλοτε μαζί τους, άλλοτε σόλο. Μετείχε σε τηλεοπτικά μουσικά προγράμματα, υπήρξε υπεύθυνη στη χορωδία της πόλης Vantaa, η οποία τη βράβευσε και όπου μετείχε στις δημοτικές εκλογές, αλλά δεν εξελέγη. Έχει τρία παιδιά από τον γάμο της με τον δικαστή Jussi Tukia, από τα οποία ο τρομπετίστας Ella Rοsti ήταν μέλος παιδικού συγκροτήματος, ενώ αργότερα μετείχε σε τάλεντ σώου. Από το 2011 είναι σύντροφος του -κατά 16 χρόνια μικρότερού της- μουσικού Ari “Nude” Kaasalainen.
Στη σκηνή τη συνόδευσαν οι Boulevard (οι ιδρυτές του γκρουπ Kyösti Laihi και Erkki Korhonen, καθώς και οι Jari Puhakka, Jari Nieminen, Juha Lanu), που εκπροσώπησαν τη Φινλανδία την επόμενη χρονιά. Ιδρύθηκαν το 1983 και διαλύθηκαν το 1994, όταν αποχώρησε ο Korhonen, για να ιδρύσει τους Avenue 7. Έπαιζαν κυρίως σε μπαρ και κλαμπ της χώρας τους. Όλοι έκαναν σόλο καριέρα, πριν δημιουργηθεί το γκρουπ. O Jari Puhakka έγινε αργότερα γνωστός ως μαέστρος σε τηλεοπτικά σώου. Οι Φινλανδοί, σε σχετική ψηφοφορία που έγινε το 2006 το επέλεξαν ως το καλύτερο τραγούδι της χώρας τους στον διαγωνισμό, μετά από αυτό των Lordi (οι οποίοι –σημειωτέον- δεν είχαν πάρει ακόμα το βραβείο).
Anne Cathrine Herdorff & Bandjo (DEN 87): η τραγουδίστρια γεννήθηκε το 1967 στην Κοπεγχάγη. Ήταν μέλος στη χορωδία του Radio Denmark. Αρχικά συμμετείχε στην ορχήστρα του πατέρα της από τα 7 της χρονια. Έχει σπουδάσει μουσική και δράμα στην Ακαδημία του Borup. Λατρεύει τη φανκ και τη θρησκευτική μουσική. Το 1992 συμπερουσίασε τον εθνικό τελικό μαζί με τον Anders Frandsen (DEN 91), ενω το 1999 ήταν μέλος της επιτροπής. Υπήρξε γνωστή ηθοποιός, κυρίως σε μιουζικαλ, αλλά και τρεις ταινίες, μεταξύ 1987 και 1993, όπως και η Trine Dyrholm (14 ετών τότε), που ήρθε 3η, με τη μεγάλη επιτυχία Danse I måneskin. Συνεργάστηκε με την ορχήστρα Milles, ενώ ίδρυσε και το γκρουπ Venter på far. Αργότερα σπούδασε νοσηλευτική και εργάστηκε στο νοσοκομείο Gentofte, μέχρι που απολύθηκε το 2010 λόγω περικοπών, Έναν χρόνο μετά χώρισε από τον σύζυγό της, τον πιανίστα Jens Krøyer. Έκτοτε κάνει εμφανίσεις σε τηλεοπτικά προγράμματα.
Oι Bandjo (ή αλλιώς Drengene, δηλαδή ¨Τα αγόρια”) είναι μετεξέλιξη του γκρουπ Fenders που ιδρύθηκε το 1975, έλαβε μέρος τέσσερεις φορές σε τελικούς (1982-4οι, 1986-9οι, 1992-10οι, 2000-6οι), ενώ με το όνομα Neighbors ήρθαν 2οι το 2002, και από το οποίο πέρασαν και οι πέντε, δηλαδή οι: Helge Engelbecht (1952-, κιθάρα), Carsten Kolster (ντραμς), Peter Stub (κιθάρα), Brian Thomsen (κήμπορντς) και Anders Tind (μπάσο). Οι Drengene ιδρύθηκαν το 1987 και διαλύθηκαν έναν χρόνο μετά. Εργάζονται όλοι ως μουσικοί. Ο Helge, τραγουδιστής και συνθέτης, κάθε καλοκαίρι παρουσιάζει το φεστιβάλ του Μariehaven, το οποίο γίνεται σε χώρο που αγόρασε μαζί με τη γυναίκα του και προβάλλεται στην τηλεόραση. O Carsten υπήρξε μέλος των Nice Little Penguins, ενώ έχει μετάσχει σε πολλές ηχογραφήσεις καλλιτεχνών. Διδάσκει πλέον μουσική σε σχολείο. O Peter ήταν μέλος των Rattlesnakes, όπως και ο Anders. O Brian (1962-) κάνει εμφανίσεις σε γιορτές (και πανηγύρια). Πρόκειται, τέλος, για τη μόνη δανική συμμετοχή, την οποία οι ίδιοι οι καλλιτέχνες της διασκεύασαν στα Ολλανδικά, με τίτλο Je leven lang verliefd.
Για τον Johnny Logan, βλ. 1980. Είναι από τις περιπτώσεις που η παρουσία του στη Γιουροβίζιον έκανε την τελειωμένη του καριέρα να ανακάμψει, κάτι που δεν συνέβη με άλλους καλλιτέχνες…
Novi Fosili (YUG 87): Υπάρχουν από το 1969 ως σήμερα. Η επιτυχία ήρθε από το 1976, όταν μπήκαν ο Rajko Dujmič και η Djurdkica Barlović (ως το 1983 που έφυγε, για να κάνει οικογένεια, αλλά πέθανε το 1992 από καρδιακή προσβολή) στο γκρουπ. Με πολλά βραβεία και εμφανίσεις σε φεστιβάλ της χώρας τους αλλά και του εξωτερικού (Δρέσδη, Μπρατισλάβα), είχαν έως τότε 45 singles, 9 άλμπουμ και τουρ σε Σοβιετική Ένωση, Η.Π.Α., Καναδά και Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μπασίστας των Srebrna Krila είναι γιος του μπασίστα των Novi Fosili. Στη Γιουροβίζιον τραγούδησε η Sanja Doležal, που επίσης έφυγε λίγα χρόνια μετά, για να γίνει παρουσιάστρια της τηλεόρασης, με δική της εκπομπή. Όταν ήταν παιδί, έπαιξε σε διαφημιστικά σποτάκια, έμαθε καράτε και έγραφε για το περιοδικό της σοσιαλιστικής νεολαίας. Ξεκίνησε με το πρώτο χρονολογικά εφηβικό γκρουπ της χώρας της, τους Prva Ljubav το 1981.
Οι υπόλοιποι ήταν οι: Rajko Dujmič (συνθέτης YUG 87-88-89· τον εδιωξαν το 2014 λόγω εθισμού στα ναρκωτικά· υπέκυψε στα τραύματά του το 2020 μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα), Marinko Colnago (έπαθε καρδιακή προσβολή, αλλά κατάφερε να αναρρώσει), Nenad Šarić (πέθανε ξαφνικά το 2012 από εγκεφαλικό επεισόδιο· επί είκοσι χρόνια ήταν παντρεμένος με την Sanja, με την οποία απέκτησαν έναν γιο και μία κόρη) και Vladimir Kočiš-Zec (νυμφεύτηκε τρεις φορές· από την πρώτη σύζυγο απέκτησε δύο παιδιά, ενώ η δεύτερη απεβίωσε από καρκίνο). Μάλιστα στην επιτροπή του Ζάγκρεμπ ήταν μέλος ο εκλιπών μπασκετμπολίστας και εραστής της, Dražen Petrović, στη δε Σλοβενική, το μέλος των Pepel i Kri (YUG 75), Nada Žgur. Πήραν επίσης μέρος το 1981 (2οι), το 1982 (4οι), το 1983 (2οι), το 1986 (2οι), το 1996 (6οι). Το 1984 απερρίφθη ένα τραγούδι τους. Πήραν μέρος και στη Dora 1997 και 1998 (9οι). Το 2001 ήσαν 12οι με ένα τραγούδι που θα έλεγε η Izabela Martinović (μικρή αδελφή της Danijela-CRO 98), όμως τσακώθηκε ο συνθέτης με τον ενορχηστρωτή της κοπέλας και το έδωσε στο γκρουπ. Ο κιθαρίστας τους Vladimir Kočiš-Zec, ήρθε 18oς στην ίδια επιλογή. Διαλύηθηκαν δύο φορές και ενώθηκαν ξανά. Μέχρι σήμερα κάνουν συναυλίες. Από τα μέλη της Γιουροβίζιον παραμένουν ο Vladimir (με πλούσια προσωπική δισκογραφία), o Marinko και η Sanja, η οποία, εν τω μεταξύ, επέστρεψε. Είναι το πιο επιτυχημένο γκρουπ της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Carol Rich (SWI 87-Anne-Lyse Caille): γεννήθηκε το 1962 σε ένα ελβετικό χωριό (Villorsonners). Πριν από την επιλογή είχε πάει στην Ιερουσαλήμ και προσευχήθηκε στο Τείχος των δακρύων να κερδίσει (δυστυχώς η εμφάνιση της με το μαλλί Mèche την έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη). Το 1989 έκανε έναν δίσκο στο Ισραήλ, του οποίου η τύχη αγνοείται. Ξεκίνησε ως καλλιτεχνική πατινέζ από τα 13 της, πριν στραφεί στο κλασικό τραγούδι, όταν κέρδισε μια υποτροφία για το Ωδείο του Fribourg. Λάτρης του ποδοσφαίρου, κάνει 10 ώρες την εβδομάδα Tonic gym, για να κρατά τη φόρμα της. Είχε πάει στην επιλογή και το 1984 με το Tokyo Boy (7η και πρώτο της single) και η εμφάνιση της εκείνη ήταν η πρώτη της στη σκηνή. Μετά το 1987 μετέτρεψε το όνομά της σε Rich, αντί του Riche που είχε προηγουμένως. Το 1990 δούλεψε στο Παρίσι με τον Roland Romanelli και τον Francis Lai. Το 1991 ήταν με το Donner la main στον εθνικό τελικό 4η. Αφότου γεννήθηκαν τα δύο παιδιά της, επέστρεψε στα μουσικά πράγματα, το 1999, κυρίως σε διάφορα γκαλά. Σήμερα έχει ένα τυροκομείο με τον σύζυγό της, κάνουν δε παράλληλα και εμπόριο σολωμού. Ήταν επικεφαλής της κριτικής επιτροπής στην επιλογή του 2000. Το 2014 αποσύρηκε για κάποιους μήνες λόγω ασθένειας, αλλά επέστρεψε, στο πλευρό του Alain Morisod. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά έξι άλμπουμ.
Σαν κατακλείδα, θα αναφέρουμε ένα τραγικό γεγονός που φέρεται να συνέβη (δεν έχουμε καταφέρει να το διασταυρώσουμε) τη νύχτα μετά από τον διαγωνισμό: η Avelin Malcha, κόρη του Ισραηλινού προξένου και μέλος της επιτροπής υποδοχής στη Γιουροβίζιον εκείνη τη χρονιά, έφυγε μαζί με τις κόρες του Αυστριακού προξένου και έναν φίλο, για να τις γυρίσει στα σπίτια τους, αμέσως μετά το αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Το τρακάρισμα ήταν θανατηφόρο και για τους τέσσερεις…
Τρομερό ταλέντο η Αλέξια! Μακάρι να αναγνωριζοταν το ταλέντο της περισσότερο στην Ελλάδα και την Κύπρο που απλα έχουν μεινει στα τραγούδια της τις δεκαετίες του 80 και 90. Επισης, κατι άσχετο που ήθελα να ρωτησω… Γιατί η Lotta Engberg έχει κόντρα με τη Sanna Nielsen (την οποία υπέρ αγαπώ) ? Χαχα
Από ό,τι κατάλαβα παρουσιάζουν κάθε καλοκαίρι ανταγωνιστικά μουσικά προγράμματα που προβάλλονται σε διαφορετικά τηλεοπτικά κανάλια. Οι ίδιες, βέβαια, αρνούνται πως υπάρχει κάποια κόντρα, ωστόσο ο σουηδικός Τύπος έχει “βουίξει”. Όσο για την Αλέξια, υπάρχει μεγάλη μερίδα του κόσμου που θεωρεί ότι τους “γύρισε την πλάτη”. Είναι πολύ σημαντικά όσα έχει κάνει, όμως συμπεριφέρεται σαν να έχει αποκηρύξει τα τραγούδια, χάρη στα οποία το κοινό την αγάπησε. Δεν τα ερμηνεύει ποτέ, ούτε καν τα πιο “ποιοτικά” από αυτά…
Κάποια στιγμή νομίζω πριν 2 χρόνια κάτι είχε ακουστεί για μια συναυλία της στο Ηρώδειο αλλά και αυτό έμεινε “μετέωρο”. Πάντως στο ΡΙΚ έχει εμφανιστεί σε αρκετές εκπομπές τα τελευταία χρόνια με πιο πρόσφατο νομίζω ένα οδοιπορικό που έκανε στην πόλη της, την Αμμόχωστο, όπου επισκέφτηκε το πατρικό της (με αφορμή και το επικείμενο άνοιγμα της παραλίας των Βαρωσίων από τον Ερντογάν).
Επίσης την είχα δει σε talk show του Τάσου Τρύφωνος
Χαζεύω τις φωτογραφίες των καλλιτεχνών! Πόσο όμορφη κοπέλα ήταν η δανεζα τραγουδιστρια του 87, κ δυστυχώς ο χρόνος φαίνεται ολίγον αμείλικτος πάνω της. Από την άλλη πλευρά ο Γερμανός frontman των Wind (του 87 πάντα), αλλά και ο Ιταλός Raf μάλλον ωριμάζουν όμορφα, και μάλλον είναι πιο γοητευτικοί σήμερα.
Μεγάλα gay icons τόσο η Βελγίδα, όσο κ η Τουρκαλα τραγουδιστρια.
Όσο για το νικητή Johnny και το ‘Hold me now’ και τώρα ακομα κάθε φορά που το ακούω στον love radio, με γλυκαίνει κ με ταξιδεύει. Από τις πιο όμορφες νίκες! Αγαπώ πολύ κ το ιταλικό Gente di mare, αλλά το προτιμώ στην αρχική extended version (το πετσόκομμα για το τρίλεπτο κ το αναγκαστικά πιο γρήγορο tempo θεωρώ πως το κατακρεουργησαν).
Τέλος ένα ακόμα μεγάλο hit αυτού του διαγωνισμού ήταν και το breathless της παρουσιαστριας Viktor Lazlo που ερμήνευσε αυτή η θεοτητα στην αρχή της βραδιάς. Το τραγούδι (είχε κυκλοφορήσει πριν το διαγωνισμό) έγινε και στην Ελλάδα ραδιοφωνικό χιτακι τότε. Η θεά Viktor είναι ακόμα ενεργή ως τραγουδιστρια. Επιπλέον αυτή η γυναίκα είχε και ακόμα έχει μια πραγματικα εξωτική, μιγαδικη ομορφιά, αφού ο πατέρας της ήταν από τη Γουαδελουπη νομίζω (γαλλική αποικία). Και φυσικά ήταν εξαιρετική παρουσιαστρια
Από τις καλύτερες παρουσιάστριες. Όσο για το “Breathless”, είχε όντως ακουστεί πολύ.
Συμφωνώ με όλες τις παρατηρήσεις. Εξαιρετικό το βραβείο (και επιτυχία). Η Ιταλία, ναι, έχασε κάπου με τις αλλαγές. Εμένα το 12άρι μου είναι η τουρκική συμμετοχή. Μου είχε κολλήσει από τότε και την τραγουδούσα συνέχεια (με ακατάληπτους στίχους, φυσικά!).
Η τουρκική συμμετοχή ηταν απίστευτα πιασαρικη! Και εννοείται πως το “κουλούρι” που πήρε την αδικεί. Κάθε φορά που βλέπω το βίντεο χαμογελαω. Βέβαια κάνει μπαμ πως οι στίχοι ήταν γραμμένοι στο πόδι και “τσατρα πατρα”, πάνω στη μουσική. Όσο για το γκρουπακι Lokomotif μου έβγαλε κάτι απίστευτα ερασιτεχνικό
Ναι, ήταν μάλλον ερασιτεχνικό όλο αυτό. Βγάζει, ωστόσο, μια φρεσκάδα να το πω; μια ανεμελιά; Δεν ξέρω. Μου φτιάχνει το κέφι αυτό το τραγούδι.
Να πω πάλι πόσο με ενοχλούν οι καλλιτέχνες που κράζουν την Γιουροβιζιον αφοτου έχουν συμμετάσχει. Δεν ξέρω γιατί νομίζουν ότι είναι σπουδαιότεροι από τον θεσμό, είναι αστείο, δεν είναι ούτε Mick Jagger ούτε Aretha Franklin. Επίσης η Ελλάδα ψήφισε πολύ περίεργα την συγκεκριμένη χρονιά, δεν έδωσε κανέναν πόντο στην 1η Ιρλανδία και στην 3η Ιταλία, αντίθετα έδωσε 10 στην Ισπανία που αποτέλεσαν και τους μοναδικούς πόντους της συμμετοχής και μέχρι το 1998 και το Μια Κρυφη Ευαισθησία, ήταν οι περισσότεροι πόντοι που έλαβε ποτέ συμμετοχή που ψηφίστηκε από μια μόνο χώρα. Σοκ που συμμετείχε στους Wind ένας από τους δύο μελλοντικούς Milli Vanilli.
Είναι πολύ ενοχλητικό όλο το αυτό το κράξιμο, αλλά και το γεγονός ότι δεν ερμηνεύουν ποτέ τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό, ειδικά άνθρωποι που δεν έκαναν κάποια μεγάλη καριέρα, λες κι έχουν κάτι καλύτερο να επιδείξουν.
Υπάρχουν αρκετές περίεργες βαθμολογίες της Ελλάδας από και προς τη Γαλλία και την Ισπανία, κυρίως τη δεκαετία του ’80. Αυτό οφείλεται στην προσωπική φιλία του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Φελίπε Γκονθάλεθ. Επίσης, τις χρονιές όπου πρόεδρος της επιτροπής ήταν η Εύη Δεμίρη και γενικότερα βρισκόταν στα πράγματα, το Ισραήλ δεν έβλεπε βαθμό ούτε με το “τηλεσκόπιο” (είναι παντρεμένη με Άραβα και δεν συμπαθεί τους Εβραίους).
Αυτό με το μελλοντικό μέλος των Milli Vanilli ήταν όντως τεράστιο σοκ…
Αξιοκρατικότατες οι ψηφοφορίες των κριτικών μας επιτροπώ γενικά στα 80s & στα 90s (προ televoting). Ουσιαστικά μόνο στα 70s ήταν κάπως νορμάλ οι ψηφοφορίες μας….
Τι θυμήθηκα τώρα! Θυμάμαι να βλέπουμε τη Eurovision του 1985 οικογενειακώς και μόλις στη διάρκεια της ψηφοφορίας έδωσε το 12άρι η Ελλάδα στη Γαλλία, η μητέρα μου, χαριτολογώντας και μάλλον ειρωνικά σχολίασε “Αυτό το 12άρι το έδωσε η Μάργκαρετ (εννοούσε φυσικά την Παπανδρέου), επειδή θα της πρότεινα κανένα καλό συνολάκι η Ντανιέλ (Μιτεράν)”
Χα, χα, χα, τέλειο το σχόλιο!!!
Για να μαθαίνουν και οι νεώτεροι, στη δεκαετία του 80 γενικά υπήρχε ένας γενικότερος αντιεβραισμός και φιλοαραβισμός που προέρχονταν φυσικά από τη φιλία του Ανδρέα με τον Αραφάτ. Βέβαια, κακά τα ψέματα και κάποιες φρικαλεότητες από μεριάς των Ισραηλινών, δεν βοηθούσαν και πολύ την κατάσταση (π.χ. εισβολή στο Λίβανο κλπ).
Η μόνη φορά που θυμάμαι την Ελλάδα να ψηφίζει το Ισραήλ εκείνα τα χρόνια ήταν ένα “ταπεινό 3 (trois points) που δώσαμε στην Ofra Haza το 1983. Αλλά και πριν το 1981 (πριν την αλλαγή), πάντα ήμασταν λίγο συγκρατημένοι με το Ισραήλ (5 στο A-Ba-Ni-Bi το 1978, 4 στο hallelulaj το 1979), όταν και τις 2 αυτές χρονιές το Ισραήλ είχε πριμοδοτήσει με 10άρια και την Τάνια και την Ελπίδα
Πάντως όλα αυτά, σίγουρα δεν βοήθησαν και πολύ το “όνομα” της χώρας μας εκείνα τα χρόνια στο διαγωνισμό
Εύστοχα τα σχόλια σου. Το Ισραήλ πράγματι έκανε τέρατα και σημεία…
Δυστυχώς, για να το πούμε κι αυτό, πολλοί φαν δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να αντιληφθούν ότι παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο στα αποτελέσματα της Γιουροβίζιον κι όχι μόνο το τραγούδι, τα ρούχα ή η σκηνική παρουσία. Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια, η ανάλυσή τους ήταν κάπως έτσι: “η τάδε δεν πήγε καλά, γιατί δεν ταίριαζε το φόρεμα με το παπούτσι). Τα θυμάμαι και γελώ με την ασχετοσύνη τους. Τώρα αρκετοί (όχι όλοι όμως) είναι πιο υποψιασμένοι… Τα τελευταία χρόνια παίζει μεγάλο ρόλο, πέρα από τις συγκυρίες, τα γεωπολιτικά παιχνίδια και τις πολιτιστικές εγγύτητες κάποιων χωρών το κατά πόσον η EBU συμπαθεί (άρα πριμοδοτεί μέσω των επιτροπών) ή όχι κάποια χώρα.
Εννοείται αυτό, αν και πιστεύω ότι ο κόσμος το καταλαβαίνει πια πολύ καλά, για να μη σου πω ότι απολαμβάνει να δίνει με τον τρόπο του και τα πολιτικά του μηνύματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η φετινή χρονιά, αλλά όχι μόνο)