Οι καλλιτέχνες της χρονιάς
Margot Eskens (GER 66-Margot Eskens-Münchow): γεννήθηκε το 1936 και εργαζόταν ως βοηθός οδοντιάτρου. Το 1954 κέρδισε ένα διαγωνισμό ταλέντων της Polydor Records που συνοδευόταν από συμβόλαιο, με το τραγούδι “Moulin Rouge”. Το πρώτο της χιτ ήταν το “Ich möchte heut ausgehn” (#3). Έγινε πασίγνωστη, χάρη σε δύο επιτυχίες της το 1956 (Tiritomba-ναι, είναι το γνωστό ρετρό τραγούδι που πούλησε πάνω από 800.000 αντίτυπα-#1) και το 1957 (Cindy, oh Cindy-η μεγαλύτερή της επιτυχία που έμεινε για 25 εβδομάδες στο Singles Top 10-#1). Αμέσως ακολούθησαν περιοδείες, ραδιοφωνικές εκπομπές και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Έχει κάνει τη γερμανική διασκευή του Al di là της Betty Curtis (ITA 61), με τον τίτλο Liebelei ist leider keine Liebe. Το 1956 πήρε μέρος στον γερμανικό τελικό, χωρίς να ξέρουμε τον τίτλο του τραγουδιού της. Το 1962 ήρθε 3η. Το 1963, μόλις έγινε γνωστό ότι μία και μόνο καλλιτέχνιδα θα ερμηνεύσει όλα τα τραγούδια της επιλογής, έσπευσε να δηλώσει ότι ενδιαφέρεται. Μετά επέλεξαν τη Heidi Brühl, η οποία όμως αρρώστησε, έτσι η Μargot ορίστηκε ως η αντικαταστάτρια της. Δυστυχώς όμως αρρώστησε και η ίδια βαρύτερα από την πρώτη (έπαθε ηπατίτιδα), έτσι η Brühl «νεκραναστήθηκε» και πήγε, όπως είχε οριστεί από την αρχή. Μετά από τον διαγωνισμό και την κακή της θέση, ο τύπος την «έσφαξε με το βαμβάκι», λέγοντας ότι το Schlager “έπιασε πάτο”. Τη βρήκαν (και όντως έτσι ήταν) άχρωμη. Στην καριέρα της πούλησε περίπου 40 εκατομμύρια δίσκους. Το 2011 πέθανε ο μάνατζερ και σύζυγός της Karl-Heinz Münchow. Διέμεναν μαζί στο Wörthersee. Τότε αποφάσισε να αποσυρθεί οριστικά. Δύο χρόνια μετά, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη ο αδελφός της, Karl Hermann Eskens, άρχισε να βυθίζεται στη γεροντική άνοια. Ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Έκτοτε ζούσε σε ίδρυμα για ανίατες ασθένειες, όπου και απεβίωσε τελικά τo 2022.
Ulla-Pia (DEN 66-Ulla Pia Bendorf Nielsen): Γεννήθηκε το 1945 στην Κοπεγχάγη. Τη δεκαετία του ’70 ήταν ακόμα ενεργή και έκανε περιοδείες, όμως οι αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις (ήθελε να μεγαλώσει την κόρη της) και μια ασθένεια την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το 1979. Είχε μια σύντομη καριέρα, μολαταύτα θεωρείται μεγάλο όνομα της Δανικής μουσικής σκηνής. Τον Μάρτιο του 2020 διαγνώστηκε με σοβαρή μορφή καρκίνου στην πλάτη. Οι γιατροί της έδωσαν λίγους μήνες ζωής. Με προτροπή της μοναχοκόρης της Karina (από τον ένα και μοναδικό της γάμο, με τον κιθαρίστα Ole Berndorff, που κράτησε από το 1963 έως το 1968), παραχώρησε συνέντευξη σε περιοδικό. Εκεί εκμυστηρεύτηκε πως η τελευταία της επιθυμία ήταν να δει το εγγόνι της στο Πανεπιστήμιο. Τα κατάφερε…
Tonia (BEL 66-Arlette Antoine Dominicus): Γεννήθηκε το 1947 στο Anderlecht, από Ολλανδούς γονείς (είχαν μετακομίσει στη χώρα ήδη από το 1923) και πήρε τη βελγική υπηκοότητα πολύ μετά από το διαγωνισμό. Ο πατέρας της, Jef Dominicus, πήρε δύο φορές μέρος στον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας, ενώ η μητέρα της ήταν τραγουδίστρια της οπερέτας, αλλά και αρτίστα σε σώου. Πρώτη εμφάνιση στη σκηνή, στα 8 της χρόνια, στο πλευρό της μητέρας της. Στα 12 της χρόνια εμφανίζεται για 7 εβδομάδες στα Follies-Shepherdess στις Βρυξέλλες. Το 61 πρωτοεμφανίζεται στην τηλεόραση (συνολικά ήταν καλεσμένη περίπου σε 250 εκπομπές). Το 63 κέρδισε το «Grote Variétéprijs» και το «Coupe de Télé-Luxembourg». Το 65 πήρε μέρος στο Knokke Cup για τη χώρα της, μαζί με άλλους τέσσερεις καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων η Liliane Saint-Pierre). Χάρη σε αυτό, ξεκίνησε καριέρα στην Ολλανδία και τη Γερμανία. Η συμμετοχή της, καθώς και εκείνη του 1968 είναι τα μοναδικά γαλλόφωνα βελγικά τραγούδια που έτυχαν ολλανδικής διασκευής. Πήρε μέρος και στη γερμανική επιλογή του 73 με το Sebastian (2ο, για ένα πόντο !) και το Mir gefällt diese Welt (7ο). Η τελευταία της ηχογράφηση έγινε το 1982. Παντρεύτηκε δύο φορές, με δύο μουσικούς, τον Albert Mertens (χώρισαν) και τον Paul Bourdiaudhy.
Michèle Torr (LUX 66, MON 77-Michelle Cléberte Tort, αργότερα Michelle Torr): Γεννήθηκε το 1947 στο Pertuis. Άρχισε την καριέρα της, όταν κέρδισε σε ένα ραδιοφωνικό διαγωνισμό. Το βραβείο ήταν μια εμφάνιση με το Jacques Brel και audition σε δισκογραφική εταιρεία. Ξεκινά να ηχογραφεί το 1964 το Ç’est dur d’avoir seize ans, ως προστατευόμενη του Christophe και του Hervé Vilard. Την πρωτοάκουσαν σοβαρά, όταν μπέρδεψαν το demo της με αυτό της Agnès Fontaine και την προτίμησαν. Το 1978 το Emmène-moi danser ce soir πούλησε 3 εκατομμύρια αντίτυπα. Είναι γνωστή ως «Vamp της επαρχίας». Μέχρι τη δεκαετία του ’90 ήταν πολύ ενεργή, μετά περιόρισε κάπως τη δισκογραφία της. Έχει δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια, μια κόρη με τον σύζυγό της Jean Vidal, με τον οποίο χώρισαν έπειτα από 20 χρόνια γάμου, καθώς και ένα εξώγαμο γιο με τον τραγουδιστή Christophe, τον Romain, ο οποίος πάσχει από πολλαπλή σκλήρυνση και ο πατέρας του δεν αναγνώρισε ποτέ. Ζει κοντά στο Aix-en-Provence. Αξίζει να σημειωθεί πως το τραγούδι θεωρήθηκε αντιγραφή του It’s not unusual του Tom Jones. Κατά δήλωσή της, είχε πολύ τρακ και η φωνή δεν της έβγαινε, όπως ήθελε. Την είχε αγχώσει το πολύ κοινό της τηλεόρασης και ορκίστηκε να μην ξαναπάει (δεν το έκανε όμως, έτσι το 1977 «έκλεψε» την 4η θέση από το Μάθημα Σολφέζ). Το 2016 έκανε εγχείρηση καρδιάς.
Berta Ambrož (YUG 66): Γεννήθηκε το 1944 στο Tržič και πέθανε το 2003. Ήδη από το 1969 αποσύρθηκε από το τραγούδι και έζησε στο Kranj, όπου εργάστηκε ως γραμματέας σε γραφείο, εκεί όπου ήταν και πριν. Μάλιστα πήρε ειδική άδεια από τον εργοδότη της, για να μπορέσει να εμφανιστεί στη Γιουροβίζιον. Eίχε δε προσκληθεί να εμφανιστεί σε σόου με το Raphael στην Ισπανία, αλλά αρνήθηκε, διότι είχε σπαταλήσει όλη την άδειά της. Έχασε το τραίνο για το Λουξεμβούργο στη Λιουμπλιάνα κι έτσι πήγε ως τα σύνορα με ταξί που της πλήρωσε η TV-Ljubljana. Υπήρξε και άρθρο σε εφημερίδα ότι μεθοδευόταν να την αντικαταστήσει η Majda Sepe (την είχαν δει να συνοδεύει τον άνδρα της) και πως όταν την είδε με το ταξί, έφυγε εκείνη κρυφά με το τραίνο. Δεν εμφανιζόταν ποτέ, ούτε καν σε αναδρομές ή σειρές για τη μουσική παράδοση της Σλοβενίας. Διασκευή του τραγουδιού της έχει κάνει και η Willeke Alberti (NL 94), με τίτλο Without Words και η Katy Bødtger (DEN 60).
Åse Kleveland (NOR 66-Åse Maria Kleveland): Σουηδο-Νορβηγικής καταγωγής (από Νορβηγό μηχανικό πατέρα και Σουηδή βιβλιοθηκάριο μητέρα), γεννήθηκε το 1949 στη Στοκχόλμη. Ο πατέρας της είχε μεταναστεύσει από τη Νορβηγία στη Σουηδία λόγω της κατοχής της χώρας του από τους Ναζί. Το 1957 επέστρεψαν στο Όσλο, όπου ο πατέρας της εργάστηκε στο Ινστιτούτο Ατομικής Ενέργειας. Στα 15 της ήταν Backing singer του Donovan, ενώ την συνέκριναν με τη Joan Βaez. Πριν τον διαγωνισμό, είχε κάνει μια μεγάλη περιοδεία στις Η.Π.Α. Στην επιλογή του 1966 ήρθε 1η και 2η. Παρά την εκπληκτική του θέση, δεν έγινε ποτέ μεγάλη επιτυχία. Έγινε διάσημο, κυρίως διότι έκαναν χρόνια να ξαναδούν τέτοια θέση. Η εισαγωγή της ιδίας με την κιθάρα και το όλο ύφος θυμίζει πολύ Νέο Κύμα. Το ηχογράφησε πάντως και στα γερμανικά και σουηδικά. Ο δεύτερος καλλιτέχνης που το είπε, ο Grynet Molvig, το ερμήνευσε με ορχήστρα και το έβγαλε σε single. Η ίδια δήλωσε ότι το NRK την ήθελε από πριν, λόγω της επιτυχίας της στη Γαλλία. Οι γαλλόφωνες χώρες δεν την ψήφισαν πάντως καθόλου, ίσως λόγω της avant–garde ροζ εμφάνισής της, ίσως λόγω της βαθιάς φωνής της. Το NRK περίμενε να νικήσει το 2ο τραγούδι, Gi meg fri. Το 1980 παρουσίασε την επιλογή και πήγε ως παρουσιάστρια της συμμετοχής στη Χάγη και έβαλε υποθήκη για την παρουσίαση του διαγωνισμού, αν ποτέ κέρδιζαν (το έκανε όντως το 1986). Μπήκε στη Νομική και αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών. Έγινε διάσημη για τα γρήγορά της αυτοκίνητα και τις μακριές της φούστες. Δημιούργησε το πολιτιστικό πρόγραμμα στους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες του Lillehammer το 1994. Την ημέρα έναρξής τους, την ειδοποίησαν τηλεφωνικά ότι έγινε Υπουργός Πολιτισμού με το Εργατικό Κόμμα. Με αυτή την ιδιότητα προλόγισε το πρόγραμμα της Γιουροβίζιον 1996. Ο προτελευταίος της δίσκος κυκλοφόρησε το 1973 και ο τελευταίος το 2011. Στράφηκε από νωρίς στον συνδικαλισμό και την πολιτική (το 1996 προλόγισε τη Γιουροβίζιον ως Υπουργός Πολιτισμού). Πρωτοπόρος του διαγωνισμού, είναι η πρώτη που τόλμησε να εμφανιστεί χωρίς τουαλέτα, κάτι που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Έχουν εντοπιστεί επιρροές στο τραγούδι από το “Take Five” του Dave Brubeck. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο σουηδός καλλιτέχνης Svenolov Ehrén. Ο δεύτερός της άνδρας είναι ο σκηνοθέτης Oddvar Bull Tuhus.
Ann Christine Nyström (FIN 66): σουηδικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1944 στο Ελσίνκι. Θεωρείται η πρώτη ποπ τραγουδίστρια και εφηβικό είδωλο της χώρας, χαρακτηριστική για τα μαλλιά της και την αφέλεια που απέπνεε (μια μελαχροινή “bimbo”. Πρώτη της επιτυχία το 1962 η διασκευή του Let’s twist again. Είχε προηγηθεί έναν χρόνο πριν το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ταλέντων Nuorten tanssihekti που της εξασφάλισε πενταετές συμβόλαιο. Κυκλοφόρησε 30 περίπου single και ΕP, στα Φινλανδικά και τα Αγγλικά, αλλά όχι τα Σουηδικά που ήταν η μητρική της γλώσσα. Δεν έβγαλε κανένα ολοκληρωμένο άλμπουμ. Διασκεύασε στα Γερμανικά τη συμμετοχή του 1962 Tipi-Tii με τη Marion Rung. Ακολούθησαν πολλές επιτυχίες (Lalaika, Ciribim-Ciribom, Eksynyt kokonaan oon, Comin’ Home Baby). Επίσης, είχε γυρίσει ένα διαφημιστικό για την εταιρεία E Store που έκανε θραύση. Συνέχισε να δισκογραφεί μέχρι το 1969 και να κάνει περιοδείες, συνήθως σε συνεργασία με διάφορες μπάντες (Johnny & The Renegades, Tauno Suojanen’s Band, Danny’s Islanders, Jussi Itkonen’s The Strangers) μέχρι το 1973, οπότε αποσύρθηκε. Αφότου τερμάτισε τη σταδιοδρομία της στο τραγούδι, έγινε τραπεζική υπάλληλος και το 1976 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Στοκχόλμη, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό της. Έκτοτε πραγματοποίησε μόνο δύο εμφανίσεις στην τηλεοπτική εκπομπή Schlager på lager και μία ακόμα, στον φινλανδικό τελικό του 2007. Το 2012 τίμησε τον παλιό της συνεργάτη Danny στη συναυλία για τα 70 του χρόνια. Το καλοκαίρι του 2018 έκανε εκπομπές στο φινλανδικό ραδιόφωνο κατόπιν ειδικής πρόσκλησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1970 ερμήνευσε τρία τραγούδια στο Väreillen, το πρώτο πειραματικό έγχρωμο τηλεοπτικό πρόγραμμα της χώρας. Και ναι, στα νιάτα της έμοιαζε πολύ με την Ελληνίδα ηθοποιό Μαρία Μπονέλου. Το 1996 κυκλοφόρησε ένα CD με τις επιτυχίες της. Πέθανε μετά από καρδιακή προσβολή, συνεπεία μακροχρόνιας ασθένειας που την ταλαιπωρούσε. Την αποκαλούσαν χαϊδευτικά “Anckie”.
Madalena Iglésias (POR 66-Madalena Lucília Iglésias do Vale de Oliveira): Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1939 και πέθανε σε κλινική της Βαρκελώνης το 2018. Έχει δηλώσει με πικρία ότι η χώρα της και η κυβέρνηση δεν την στήριξαν όσο ήθελε και ότι έκανε καριέρα χάρη στους Ισπανούς και τις ισπανόφωνες χώρες (όσο κι αν αυτό πληγώνει τον πατριωτισμό των συμπατριωτών της), όπου έγινε πραγματική σταρ. Διακρίθηκε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Ήταν υποψήφια και το 1969. Έζησε για αρκετά χρόνια στη Βενεζουέλα, μαζί με τον σύζυγό της, μάλιστα αποσύρθηκε επί πέντε χρόνια, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Εκεί έκανε σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση, ενώ από το 1987 μετακόμισε οριστικά στη Βαρκελώνη. Πολλοί πίστευαν ότι ήταν Ισπανίδα.
Για τον Udo Jürgens, βλ. 1964.
Lill Lindfors (Maj Lillemor Amanda Lindfors-SWE 66, παρουσίαση ESC 85) & Svante Thuresson (SWE 66): οι στίχοι (όπως και της συμμετοχής του 1968) είναι γραμμένοι στην αργκώ της νεολαίας της εποχής, με εκφράσεις που δεν χρησιμοποιούνται πια. Στο φλάουτο τους συνόδευσε ο Αμερικανός Zahif (Sahib) Shihab, ο πρώτος έγχρωμος που «πάτησε το πόδι του» στη σκηνή της Γιουροβίζιον Οι δισκογραφικές τους δεν τους άφησαν να το ηχογραφήσουν μαζί σε άλμπουμ, έτσι το είπε ο καθένας με άλλο παρτενέρ (την Ulla Hallin και τον Östen Warnenbring-SWE 67, αντίστοιχα). Εκείνος είναι γεννημένος το 1935 σε μια γειτονιά της Στοκχόλμης. Ξεκίνησε ως ντράμερ, συνέχισε ως τραγουδιστής και αργότερα έγινε μάνατζερ καλλιτεχνών και ειδικός στις μεταγλωττίσεις. Εκείνη είναι Φινλανδο-Σουηδή, γεννημένη στο Ελσίνκι το 1940. Αλησμόνητο, παρά τη δυσαρέσκεια της EBU, έμεινε το gag με το «προβληματικό φόρεμα», που αποκάλυψε στιγμιαία το εσώρουχό της, πριν βγάλει τα μανταλάκια που είχε κρυμμένα και το ξανακαλύψει, όταν παρουσίαζε τη Γιουροβίζιον του 1985. Από αγάπη για τη Βραζιλία υιοθέτησε δύο παιδιά από το Sao Paulo. Τα τελευταία χρόνια έχει ειδικευτεί σε One-woman show, μια μείξη κωμωδίας και τραγουδιού. Είναι δε από τις πρώτες που εισήγαγαν στη Σουηδία το stand-up comedy. Παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Peter Wester από το 1969 έως το 1973, έχουν μαζί ένα παιδί. Σήμερα ζει στη Στοκχόλμη. Όπως δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα, οι σκανδιναβικές χώρες ήταν συνεννοημένες να την ψηφίσουν, ως αντίδραση στο γαλλόφωνο μπλοκ (σαμπόταραν επίσης και τη νικήτρια, Αυστρία).
Raphael (SPA 66, 67-Miguel Rafael Martos Sánchez): Γεννήθηκε το 1943 στο Linares, εξ ου και το παρατσούκλι του “Το αηδόνι του Linares” και “El Divo do Linares”. Ήδη στα 9 του ψηφίστηκε ως καλύτερη παιδική φωνή της Ευρώπης σε διαγωνισμό που έγινε στο Salzburg. Εξελίχθηκε σε πραγματικό σταρ, με διεθνή καριέρα. Είναι και ηθοποιός του κινηματογράφου. Το 2003 πέρασε μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του, όταν υπεβλήθη σε μεταμόσχευση ήπατος, για να γιατρευτεί από ηπατίτιδα-Β. Έκτοτε έγινε ενεργός υποστηρικτής της δωρεάς οργάνων. Όλες οι ισπανικές εφημερίδες τον παρουσίαζαν ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Η δε ορχήστρα διέκοπτε τις πρόβες και τον χειροκροτούσε. Όταν δεν κέρδισε, έγραψαν: «το φεστιβάλ πέθανε!», «του δίνουμε ένα χρόνο ζωής το πολύ!», «ήταν ένας ψυχρός πόλεμος!» και άλλα παρόμοια. Η γαλλική Figaro μίλησε για Σκανδιναβική συνομωσία κατά των χωρών του Νότου, ενώ τόνισε πως οι άνδρες ήσαν καλύτεροι από τις γυναίκες που προτίμησαν το στυλ γιε-γιέ. Είναι παντρεμένος με την συγγραφέα και δημοσιογράφο Natalia Figueroa. Έχουν τρία παιδιά.
Madeleine Pascal (SWI 66): Γεννήθηκε το 1949 και είναι Γαλλίδα. Την ανακάλυψε ο τραγουδιστής των ‘70’ς Hervé Vilard. Ηχογράφησε τέσσερα EP όλα κι όλα. Από ό, τι φαίνεται, μάλλον δεν συνέχισε την τραγουδιστική της καριέρα στην ποπ και το γιε-γιέ. Η τύχη της έκτοτε αγνοείται. Γενικότερα κατατάσσεται στις λεγόμενες «Swinging Mademoiselles», δηλαδή τις (περίπου 120) δεσποινίδες και κοριτσίστικα γκρουπ που λικνίζονταν σαν κούκλες, δημιουργώντας ένα υποείδος μουσικής της δεκαετίας του ’60.
Téréza (MON 66, YUG 72-Teresa Kesovija): Γεννήθηκε το 1938 στο Kovanle. Έχει σπουδάσει φλάουτο, ενώ υπήρξε η αγαπημένη αοιδός του Τίτο (ήταν ερωτευμένος μαζί της, όπως δήλωσε η ίδια). Στις αρχές τις δεκαετίας του ’70, συντετριμμένη από το θάνατο του αδερφού της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και λίγο μετά του πατέρα και της θετής της μητέρας, επέστρεψε οριστικά στην Κροατία, εγκαταλείποντας προσωρινά την διεθνή της καριέρα. Το 1991 βομβαρδίστηκε και κάηκε το σπίτι της στο Dubrovnik, εξαφανίζοντας όλα τα ντοκουμέντα από την καλλιτεχνική της πορεία. Κατέφυγε τότε στο Ζάγκρεμπ, όπου έκανε τηλεφωνικές εκκλήσεις στο εξωτερικό, για τη λήξη του πολέμου, ούσα και η ίδια θύμα. Λέγεται μάλιστα ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει από τη στεναχώρια της. Η γέννηση της εγγονής της απάλυνε τον πόνο της, όπως και η ανακαίνιση ενός παλιού αριστοκρατικού σπιτιού του 18ου αιώνα στο Dubrovnik. Μετά από τον πόλεμο, επέστρεψε, παρόλο που δεν ήταν πια τόσο δημοφιλής, όσο στο παρελθόν.
Για τον Domenico Modugno, βλ. 1957.
Dominique Walter (FRA 66-Dominique Gruère): Γεννήθηκε στο 1942 στο Παρίσι. Γιος της τραγουδίστριας και παραγωγού Michèle Arnaud (FRA 56), τραγούδησε το πιο μισογυνικό γαλλόφωνο τραγούδι όλων των εποχών, το Les petits boudins («οι μικρές φακλάνες») για τις γυναίκες που κοιμούνται με τους πάντες και μετά διαπιστώνεις πόσο άσχημες είναι, γραμμένο από τον Serge Gainsbourg. Αυτό και άλλα σατιρικά και σεξιστικά τραγούδια που ερμήνευσε έκαναν το κοινό να τον θεωρήσει δύστροπο και αντιπαθητικό, με αποτέλεσμα η καριέρα του να τελειώσει το 1970. Αφού αποσύρθηκε άνοιξε ένα εστιατόριο στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού. Στο σήμερα ζει στην Palma με τη γυναίκα του Marie-Françoise. Έχουν τρία παιδιά, εκ των οποίων η Clémence Arnaud είναι δημοσιογράφος.
Milly Scott (NL 66-Marion Henriëtte Louise Molly): Γεννήθηκε το 1933 στο Den Helder. Είναι κόρη ναυτικού του Βασιλικού Ολλανδικού Στόλου, που σκοτώθηκε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας αιχμάλωτος πολέμου. Έχει καταγωγή από το Suriname. Ξεκίνησε να σπουδάζει με υποτροφία στο Ωδείο του Άμστερνταμ, όμως αναγκάστηκε να διακοψει λόγω ρατσισμού και σχολικού εκφοβισμού. Έπαιζε πιάνο, για να συμβάλει στα έσοδα της οικογένειας. Αργότερα έπαιξε στο κινηματογράφο και την τηλεόραση. Δεν κυκλοφόρησε ποτέ ιδιαίτερα επιτυχημένους δίσκους, ωστόσο η καριέρα της συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια πρώτα στη Σουηδία, μετά στην Αγγλία και τέλος στη Γερμανία, πριν καταλήξει σε κρουαζιερόπλοιο. Το τελευταίο της άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2000, ενώ εργάζεται και ως ηθοποιός. Είναι η πρώτη έγχρωμη τραγουδίστρια του διαγωνισμού. Η κακή της θέση αποδόθηκε – μεταξύ άλλων – και σε ρατσισμό.
Dickie Rock (IRL 66- Richard Rock): Πολύ πετυχημένος Ιρλανδός τραγουδιστής, γεννήθηκε το 1940 στην υποβαθμισμένη Cabra, γιος σιδερά και μποξέρ. Όταν εργάστηκε ως οξυγονοκολλητής στο Manchester τον εντυπωσίαζε η ακουστική των μετάλλων. Πέρασε από διάφορα γκρουπ. Μεταξύ 1963 και 1972 ήταν ο βασικός τραγουδιστής των Miami Showband, με τεράστια επιτυχία. Μάλιστα από τις τρελαμένες φαν του στο Μπέλφαστ προήλθε η λαϊκή έκφραση “Spit on me Dickie” (= “φτύσε με, Ντίκι”), αφού ήθελαν το σάλιο του ως… ενθύμιο! Ο ίδιος, βέβαια, στην αυτοβιογραφία του, θεωρεί τον εαυτό του άσχημο και δεν καταλαβαίνει γιατί γινόταν αυτό. Φίλησε για πρώτη φορά κοπέλα στα 21 του κι αυτό παίζοντας… μπουκάλα. Αργότερα όμως αναπλήρωσε με το παραπάνω τα χαμένα χρόνια: «όταν σου το δίνει στο πιάτο, είναι σχεδόν αδύνατο για έναν άντρα να πει όχι!». Παλιότερα όμως ήταν πολύ πουριτανός σε σημείο, ακόμα κι όταν έβρεχε, να μην αφήνει τις φαν να μπαίνουν στο ίδιο λεωφορείο με εκείνον, για την αποφυγή αμαρτιών… Παραδέχτηκε πάντως πολλές απιστίες που είχε κάνει. Το γκρουπ του έγινε πρωτοσέλιδο το 1975, όταν τρία μέλη του δολοφονήθηκαν από παραστρατιωτικούς στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου δεν ξαναπάτησε για τα επόμενα δύο χρόνια. Τους έβαζαν τότε σε παγωμένα ξενοδοχεία και αποδυτήρια γεμάτα υγρασία και όταν ζήτησε καλύτερες παροχές, του βγήκε η φήμη του ιδιότροπου. Ο μικρότερος αδερφός του σκοτώθηκε πέφτοντας από τη μηχανή του και ο πρώτος του γιος γεννήθηκε με εγκεφαλική βλάβη και πέθανε ξαφνικά στα 24 του. Ο δεύτερος του γιος Richard ήταν αρχικά μέλος των Boyzone, αλλά τον έδιωξαν, επειδή δεν πήγαινε στα ραντεβού, κάτι που έγινε αγαπημένο θέμα των media. Αργότερα γνώρισε μια κόρη που είχε αποκτήσει σε ένα one night stand, πολύ αργότερα, όταν εκείνη ήταν 15 ετών. Έγινε εξαρτημένος από την ηρωίνη και μάλιστα κατέρρευσε στο δικαστήριο, ζητώντας την επιείκεια του δικαστή. Τα τελευταία χρόνια ήταν πια απεξαρτημένος και φανατικός πολέμιος του ποτού. Είχε τη φήμη του ιδιότροπου και τσιγκούνη. Κάποτε μετά από μια επιτυχία το γκρουπ αγόρασε γλυκά, για να το γιορτάσουν, αλλά εκείνος πήρε μόνο ένα μήλο, για να μην το μοιραστεί. Είναι θρυλική η κόντρα του με τον Johnny Logan: ο δεύτερος είπε ότι ο Dickie Rock είναι κατά φαντασία θρύλος κι ότι δεν έκανε καμία σπουδαία καριέρα, με τον τελευταίο να απειλεί ότι θα τον… γρονθοκοπήσει (εξάλλου ο πατέρας του ήταν μποξέρ). Αποσύρθηκε επίσημα το 2021 λόγω προβλημάτων ακοής. Το 2022 απεβίωσε η γυναίκα του, Judy Murray, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά, από κορωνοϊό. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 2024.
Kenneth McKellar: Γεννήθηκε στη Σκωτία το 1927 (στο Haisley, όπου και είναι θαμμένος) και απεβίωσε το 2010 από καρκίνο του παγκρέατος στις ΗΠΑ, στο σπίτι της κόρης του που μένει στην λίμνη Tahoe. Εκτός από την κόρη, έχει και ένα γιο, από την ελβετίδα σύζυγό του Hedy, που πέθανε το 1990. Ήταν γιος μανάβη και ερασιτέχνη τραγουδιστή. Σπούδασε δασοπονία στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen, μάλιστα εξάσκησε το επάγγελμα για δύο χρόνια, θέλοντας να αποκαταστήσει τα δάση που καταστράφηκαν λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σύντομα εγκατέλειψε την όπερα και στράφηκε στη Σκωτσέζικη παραδοσιακή μουσική. Έκανε την πρώτη του ηχογράφηση, σπουδαστής ακόμα, όταν εν όψει μια εγχείρησης αφαίρεσης αμυγδαλών ένας φίλος του είπε χαριτολογώντας: «σε περίπτωση που γλιστρήσει το νυστέρι, ας υπάρχει ένας δίσκος για το μέλλον!». Η αποτυχία του στον διαγωνισμό δεν επηρέασε καθόλου τη θέση του στη σκωτσέζικη μουσική σκηνή. Αν και ήταν από τα φαβορί, ο Tύπος κατηγόρησε όχι εκείνον αλλά τις Σκανδιναβικές χώρες που έβλεπαν τοn διαγωνισμό ως αστείο και ψηφίζονταν μεταξύ τους. Είχε γίνει μεγάλη συζήτηση στο BBC για το αν έπρεπε ή όχι να εμφανιστεί με κιλτ. Ένα αιχμηρό σχόλιο ήρθε από Γιουγκοσλαβική εφημερίδα: θεωρούσαν ότι η συμμετοχή ήταν καλή, αλλά ότι η γυναίκα που την τραγούδησε φαινόταν λίγο… αντρογυναίκα! Έχοντας κάνει περιουσία, διέθετε ποσά για ανερχόμενους καλλιτέχνες. Αν και εθνικιστής, αντιτάχθηκε στη δημιουργία αυτόνομης σκωτικής Βουλής.
Σχετικά με τη Michèle Torr, το τραγούδι της το 66 είχε όντως πολλές ομοιότητες (αποφεύγω τη λέξη αντιγραφή 🙂 ) με το It´s Not Unusual, όπως και αυτό του 77 με το Those Were The Days 😉
Όσο για τον Ραφαέλ, καταλαβαίνω (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) γιατί θεωρείται “εικονική” μορφή του Διαγωνισμού από τους φανς, αλλά προσωπικά ανέκαθεν θεωρούσα την ερμηνεία του το 66 επιεικώς πομπώδη, σε κωμικό, δυστυχώς, βαθμό. Όποτε έχω προσπαθήσει να δω το βίντεο του τραγουδιού, δεν κατάφερα να το δω μέχρι το τέλος.
Προσωπικά προτιμώ περισσότερο την συμμετοχή του Raphael του 1967. Το 66 ήταν όντως λίγο πομπώδης ακόμα και για τα δεδομένα των 60s. Μεγάλα πάντως ονόματα συμμετείχαν το 66 (έστω εκ των υστέρων μεγάλα όπως ο Dickie rock, ή Teresa, ή ase kleveland, ή Lill Lindfors, ο Raphael κλπ)
Ήταν όντως πομπώδης ο Raphael, ίσως γι’ αυτό και περιορίστηκε στην 7η θέση. Προσωπικά με εκνευρίζει ο Domenico Modugno. Δεν αντέχω τόσο εξπρεσιονισμό στην ερμηνεία!
Του Modugno η όποια υπερβολή στην ερμηνεία (αναφέρεσαι στο 66 περισσότερο και όχι τόσο στο 58 φαντάζομαι) ήταν αυθεντική κατά τη γνώμη μου. Ενοχλητική για πολύ κόσμο, και για μένα ως ένα βαθμό, αλλά αυθεντική.
Ο Rafael αντιθέτως (προσωπική άποψη πάντα) έβγαζε κάτι το γκροτέσκο. Μια δηθενιά.
Μπορεί να κάνω και λάθος, βέβαια 😉