Οι απαρχές μιας μεγάλης καριέρας
Ο Αλάν Μπαριέρ ή Alain Bellec, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1935 στο Trinité-sur-Mer, έχοντας βρετονικό και ιταλικό αίμα. Αλητάκος και ποιητής ταυτόχρονα, παράτησε το σχολείο στα 14 του, για τα σπορ. Λίγα χρόνια μετά επανήλθε στα θρανία και πήρε πτυχίο μηχανικού. Το 1958 αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, έμαθε να παίζει και να συνθέτει. Το 1959 πηγαίνει στη γαλλική πρωτεύουσα και ανακαλύπτει τους μεγάλους ποιητές, ενώ παράλληλα εργάζεται νυχθημερόν, για να επιβιώσει. Κάπως έτσι καταλήγει στο νοσοκομείο με υπερκόπωση. Μηχανικός σε εταιρεία ελαστικών πλέον, σημειώνει την πρώτη του επιτυχία το Cathy, με το οποίο μπήκε στον τελικό των Coq d’or το 1961 (#11 στα γαλλικά charts). Από κακούς συμβουλάτορες καταλήγει στη χειρότερη δισκογραφική που υπήρχε τότε, ευτυχώς όμως τον εντόπισε ο ποιητής Louis Amade, που του έγραψε το Les matins bleus, όπως και ο ποιητής Paul Fort, που του χάρισε ακόμα τέσσερα ποιοτικά κομμάτια.
Η καθιέρωση
Το 1962 σαρώνει το κίνημα των yé-yé, του rock και του twist, γεγονός που τον αφήνει άνεργο, καθώς έκανε την απερισκεψία να αφήσει τη δουλειά του. Τον δέχθηκε, ωστόσο, ένα καμπαρέ για εμφανίσεις. Τότε έγραψε το τραγούδι που έμελλε να πάει στη Γιουροβίζιον, το Elle était si jolie (: “Ήταν τόσο όμορφη”-#3), αλλά και το La Marie-Joconde (#10). Αυτό του εξασφάλισε να είναι opening act στις συναυλίες του Paul Anca στο Olympia. Τεράστια επιτυχία του (#1) το Ma vie, το οποίο γνώρισε άπειρες διασκευές και σήμανε την επιστροφή του στο music-hall.
Οι αλησμόνητες επιτυχίες
Έχει κάνει πολλές επιτυχίες στη Γαλλία, όπως το Les guinguettes (#3) το 1966, το A regarder la mer (#19) το 1970, το Rien qu’un homme την επόμενη χρονιά (#20), το πασίγνωστο Tu t’en vas, το 1975 (1.200.000 αντίτυπα στη Γαλλία, # 1 στη Γερμανία, κάτι που είχε να γίνει από το Milord της Edith Piaf, τεράστιες πωλήσεις σε Καναδά και Βραζιλία, όπου έγινε σούπερ-σταρ) σε ντουέτο με τη Noëlle Cordier (FRA 67), που έγινε στα ελληνικά από τον Γιάννη Πάριο Τώρα πια (είσαι ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι…) και το La terre tournera sans nous (#10) το 1976. Κάπως έτσι του ξανάνοιξαν οι πόρτες στο Olympia, όπου γνωρισε και τη μελλοντική σύζυγό του Agnès, αλλά και τον Καναδά, όπου θριάμβευσε για ένα μήνα. Μαζί με τη Noëlle Cordier γύρισαν όλη την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Εκείνη τη χρονιά εκπλήρωσε ένα όνειρό του: διαμόρφωσε έναν παλιό πύργο σε πολυχώρο (θέατρο, ντισκοτέκ, ρεστοράν), ονόματι Stirwen (: Λευκό άστρο) στη Βρετάνη, ενώ γεννιέται και η κόρη του.
Η αρχή της πτώσης
Δυστυχώς όμως άρχισε να τον ταλαιπωρεί μια πολύμηνη ασθένεια, που δεν τον άφηνε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Το 1976 επιστρέφει με δύο νέα τραγούδια και εμφανίσεις στο Olympia με τη Mary Christy (MON 76), ηχογραφώντας τις σε ένα live album. Το 1977, έχοντας βγάλει ακόμα ένα άλμπουμ, έζησε τη χρεωκοπία του πολυχώρου του. Ευερέθιστος, έχοντας τσακωθεί με τους περισσότερους συναδέλφους του και αντιμετωπίζοντας κατηγορίες φοροδιαφυγής, αποσύρεται στην Καλιφόρνια και μετά στον Καναδά. Γυρίζει τον επόμενο χρόνο και ηχογραφεί το «Une autre vie», το «Amoco», μια καταγγελία για όσους ρυπαίνουν το περιβάλλον, το «Mon pays», που εξέφραζε την πικρία του για την αχαριστία της Γαλλίας απέναντι στους καλλιτέχνες της και το ντίσκο κομμάτι «I wanna be me». Ο χρόνος έκλεισε με μια μικρή περιοδεία στην επαρχία και δέκα εμφανίσεις στο Olympia. Το 1979 αναβιώνει τον πολυχώρο του και βγάζει ένα 33άρι με πιο εσωτερικά τραγούδια. Τα επόμενα δύο χρόνια κυκλοφορεί τρία άλμπουμ, από τα οποία το ένα είναι τα καλύτερά του τραγούδια. Ακολούθησε μακρά περίοδος σιωπής και αναζήτησης, μοιράζοντας τη ζωή του μεταξύ Κεμπέκ και Βρετάνης.
Τα comeback
Έκανε ένα comeback το 1997, ηχογραφώντας ένα CD με διασκευές τραγουδιών του κι ακόμα ένα με νέο υλικό. Κορυφαία στιγμή, την επόμενη χρονιά, τα δάκρυα που έχυσε, όταν άκουσε τον Patrick Fiori (FRA 93) να ερμηνεύει ζωντανά το Ma vie. Πιανίστας του ήταν ο – διάσημος σήμερα – Alain Chamfort. Αφού δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του το 2006, με τίτλο – τι άλλο; – Ma vie, πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ηχογραφώντας ξανά παλιά τραγούδια, αλλά και γράφοντας μερικά καινούρια. Έχοντας επανέλθει στο προσκήνιο με νέο και μάλιστα χρυσό δίσκο στον Καναδά, άνοιξαν πάλι οι μεγάλες σάλες για εκείνον το 2007. Το 2011 για λόγους υγείας αποσύρθηκε οριστικά από τη σκηνή, ηχογραφώντας μόνο έναν τελευταίο δίσκο το 2013, Mes duos d’amour, 16 ολόκληρα χρόνια μετά από τον προτελευταίο. Την ίδια χρονιά η δικηγόρος μοναχοκόρη του Guénaëlle άνοιξε ξανά το Stirwen, τα αρχικά εγκαίνια του οποίου είχαν γίνει όταν γεννήθηκε εκείνη. Πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου στο Carnac, από καρδιακή ανακοπή, 12 ημέρες μετά από τον θάνατο της πολυαγαπημένης του συζύγου Agnès (Anièce), τον οποίο η κόρη του τού είχε αποκρύψει, για να μην επιδεινωθεί η υγεία του.
Μερικές ακόμα επιτυχίες
Τραγούδια του που ακούστηκαν αρκετά: «Emporte-moi», «Longtemps», «Plus je t’entends», «Les sabots» «Tant», «Dis», «Ces quelques mots», «Lamento», «Que ce passe-t-il dans ma tête», «Un homme s’est pendu», «A regarder la mer», «C’était aux premiers jours d’avril», «Rien qu’un homme», «Le voyage», «Pour la dernière fois», «L’ombre d’un baiser», «Avion, béton, camion», «Soleil d’oiseau», «Ecoute bien c’est un tango», «Dessus ma porte». Συνολικά ηχογράφησε περίπου 120 τραγούδια, 45 από τα οποία συμπεριελήφθησαν στα Best of.
Η επιλογή και η συμμετοχή στη Γιουροβίζιον
Το 1963 δεν έγινε εθνικός τελικός, αλλά εσωτερική επιλογή, όπου ψήφισε επιτροπή ειδικών. Η κρατική τηλεόραση έλαβε 28 συμμετοχές, από τις οποίες ξεχωρίζουν τέσσερεις: η εν λόγω, το Deux amants dans la ville με την Isabelle Aubret (FRA 62-νικήτρια, FRA 68-3η), το D’où que vienne l’accordéon με τον Jean Ferrat και το Encore plus près de toi, με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία τελικά εκπροσώπησε το Λουξεμβούργο την ίδια χρονιά με το À force de prier (8η). Η εμφάνιση του καλλιτέχνη στη Γιουροβίζιον έχει υπέροχα εφφέ, με μια αέρινη γυναικεία παρουσία να χορεύει κάνοντας στροφές. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται για ένα τραγούδι χωρίς ρεφραίν, το οποίο όμως έχει γίνει evergreen στη Γαλλία. Ο ίδιος το ηχογράφησε τόσο στα Γερμανικά ως Du gingst fort ohne Abschied όσο και στα Ιταλικά, ως Era troppo carina. Η μελαγχολική ιστορία του άνδρα που δεν τόλμησε να εκφράσει τον έρωτά του σε μια γυναίκα που θεωρούσε πολύ όμορφη, για να γυρίσει να τον κοιτάξει, συγκίνησε πολύ κόσμο: όχι μόνο ήρθε 5ο στη Γιουροβίζιον, αλλά ανέβηκε σε αρκετά charts (#19 στη Φλάνδρα, #9 στη Βαλλονία, #19 στην Ισπανία, #3 στη Γαλλία, #12 στην Ελβετία, #4 στη Χιλή και μεγάλη επιτυχία σε όλη τη Λατινική Αμερική). Χάρη στη βερσιόν Bila je tako lijepa (: “Ήταν τόσο όμορφη”) του – τέσσερεις φορές υποψήφιου για τη Γιουροβίζιον – Dragan Stojnić, έγινε μεγάλο χιτ το 1965 στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ακολουθεί, μεταξύ άλλων, μία όμορφη διασκευή από τους Jean Jacques Goldman, Serge Lama (FRA 71) και Marc Lavoine.