Η καλλιτέχνιδα, οι επιτυχίες, οι συμμετοχές στο Melodifestivalen
H Inger Margaretha Berggren, όπως ήταν το πλήρες της όνομα, γεννήθηκε το 1934 στο Enskede, μια περιοχή της Στοκχόλμης. Οι γονείς έπαιζαν σε μια σάλα βωβού κινηματογράφου. Η μητέρα της ήταν επιπλέον βιολονίστα σε διάφορα εστιατόρια. Από μικρή, λοιπόν, μυήθηκε στη μουσική, μαθαίνοντας πιάνο και τραγούδι στη σχολή του Adolf Fredrik. Ήταν τραγουδίστρια στη jazz band του Thore Swanerund από τα 16 της και για πέντε χρόνια, ενώ μετά σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας στη Μουσική Ακαδημία του Nacka. Έκανε τουρνέ με τη Nora Brockstedt (NOR 60, 61) σε όλη τη Σκανδιναβία. Συνεργάστηκε με αρκετά ονόματα της εποχής (Τhore Εhrling, Simon Brehm, Göte Wilhelmsson) που είχαν τζαζ μπάντες. Ο τελευταίος, τον οποίο και παντρεύτηκε, διηύθυνε τη μικρή μπάντα στο Melodifestivalen, από το 1960 ως το 1963. Η διασκευή της στο τραγούδι Tom Pillibi (FRA 60) έκανε μεγάλη επιτυχία. Διασκεύασε επίσης το Anouschka (GER 67), με τίτλο Lilla Ann-Katrin, αλλά και το Jailhouse rock του Elvis Presley σε μια περίεργη, όπως χαρακτηρίστηκε, διασκευή. Το 1960 ήταν με το Alla andra får varann στην επιλογή 1η (τελικά όμως στη Γιουροβίζιον το ερμήνευσε η Siw Malmqvist) και με το Underbar, Så Underbar 2η. Το πρώτο της single ήταν το Flickan i hagen. Σημείωσε κάποια επιτυχία με το Vals intim. Μέχρι να συμμετάσχει στον διαγωνισμό, είχε εμφανιστεί κάποιες φορές σε ρεβύ.
Επρόκειτο να διαγωνιστεί και το 1961, με το Vårvinter (“Xειμώνας μέσα στην άνοιξη”), αλλά αυτό δεν έγινε. Το τραγούδι εκείνο ηχογραφήθηκε μόνο από εκείνη. Το 1962 είπε τη μεγαλύτερή της επιτυχία, το Elisabeths Serenade (θεωρείται ένα από τα καλύτερα σουηδικά τραγούδια όλων των εποχών) που παρέμεινε για 33 εβδομάδες στο τοπ. Η δεύτερη μεγάλη της επιτυχία ήταν το τραγούδι της Γιουροβίζιον, Sol och vår, που επίσης έμεινε για πολλές εβδομάδες στο τοπ. Τότε της έδωσαν το παρατσούκλι: “Den sjungande sångerskan” (η τραγουδίστρια που τραγουδά).
Νέα επιτυχία στα σουηδικά τοπ την επόμενη χρονιά με το Twist till Menuett, το οποίο είχαν ερμηνεύσει στο Melodifestivalen του 1963 οι Carli Tornehave και Lars Lönndahl. Τότε παίζει στο σήριαλ Tangokavaljeren. Το πρώτο της LP είναι το Jag sjunger mina visor… (1965). Τότε αποσύρεται, για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και διαμένει στο Ulricehamn.
Μετά από ένα ισχυρότατο νευρικό κλονισμό, επέστρεψε το 1967, ως συνθέτις και στιχουργός της επιτυχίας Vem frågar vinden (5ο στην επιλογή, με την Towa Carson) που σημείωσε μεγάλες πωλήσεις. Το 1973 έπαιξε στην ταινία Anderssonskans Kalle in busform και το 1984 στην ταινία Sömnen. Το 1979 κυκλοφόρησε ένα φεμινιστικό LP, En helt vanlig kvinna (Μια εντελώς συνηθισμένη γυναίκα), από όπου ξεχώρισαν τα Min stund på jorden και Se´n den dagen. Εκεί συμπεριέλαβε και σουηδικές διασκευές του At seventeen της Janis Ian και του Applejack της Dolly Parton. Ανέλαβε τη σουηδική συμμετοχή στο διεθνές πρόγραμμα Musique aux Champs– Elysées, όπου έπαιξε βιολί, συνοδεία της Φιλαρμονικής της Βιέννης στο δικό της τραγούδι Jag vet ett litet hotel. Έπαιξε και σε δύο ταινίες: Anderssonskans Kalle i busform (1973) και Sömnen (1984).
Το 1989 αποσύρθηκε οριστικά, έχοντας βγάλει τον τελευταίο της δίσκο το 1980. Εργάστηκε και ως δασκάλα μουσικής σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης, το Täby, χωρίς να σταματήσει το τραγούδι, αλλά και ως μουσική διευθύντρια στο Stadsteater (Δημοτικό Θέατρο) της Στοκχόλμης. Επιτυχίες της: Vita syrener, …Och flickan hon span (I walk the line), Αlla har glömt (διαγωνίστηκε στο MF 68 με την Towa Carson και ήρθε 3ο). Κόρη της είναι η διάσημη ηθοποιός Gunilla Röör που της χάρισε ένα εγγονό τον Jack. Ο σύζυγός της ήταν κλαρινετίστας. Όπως δηλωσε η Gunilla είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια εξαιτίας των συνεχών ταξιδιών της μητέρας της και του εθισμού της στο αλκοόλ και τα φάρμακα. Μια δεύτερη κόρη, η Elisabeth Johansson, είναι επίσης ηθοποιός, όχι τόσο γνωστή όμως. Η Inger Berggren έμενε για πολλά χρόνια στη Nacka, κοντά στη Στοκχόλμη, όπου και απεβίωσε στις 19 Ιουλίου.
Ο εθνικός τελικός
Το 1962 στην επιλογή που λεγόταν τότε “Eurovisionsschlagern – Svensk final / Schlagerfinalen” διαγωνίστηκαν επτά τραγούδια, καθώς ένα με τον Olle Adolphson αποσύρθηκε πέντε λεπτά πριν από τον τελικό. Σύμφωνα με άλλη πηγή, το ακυρωμένο ήταν το Kärlek och Pepparrot, που επρόκειτο να ερμηνεύσουν η Mona Grain και η Monica Zetterlund. Ένα άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι διαγωνίστηκαν οι Otto Brandenburg και Carli Tornehave, δύο Δανοί καλλιτέχνες, κάτι που δεν συνηθιζόταν τότε. Ο τελικός έγινε στις 13 Φεβρουαρίου στο Cirkus της Στοκχόλμης. Ψήφισε ο κόσμος στέλνοντας καρτ-ποστάλ. Το νικητήριο βγήκε με μεγάλη διαφορά (περίπου 102. 000 έναντι 74. 000 ψήφων του 2ου, επί συνόλου 210.000 ψηφισάντων). Πήγε στο #2 του Τοπ 10 της χώρας. Η Lily Berglund ήταν η 2η που τραγούδησε το εν λόγω τραγούδι στην επιλογή και το ηχογράφησε για 1η φορά το 2001 για το άλμπουμ με καλύτερά της τραγούδια, Musik vi minns, αλλά τελικά δεν συμπεριλήφθηκε. Οι συνθέτες και στιχουργοί, Åke Gerhard και Ulf Kjellqvist, είναι υπεύθυνοι και για τη σουηδική συμμετοχή του 1960, ενώ ο πρώτος επιπλέον έγραψε τη μουσική το 1958 και τους στίχους το 1959, με άλλα λόγια συμμετείχε τέσσερεις φορές μέσα σε πέντε χρόνια.
Τι σημαίνει ο τίτλος; Ο πρώτος απατεώνας
Στα σουηδικά υπάρχει μια λαϊκή έκφραση (Sol-och-vårande) για κάποιον που παριστάνει τον ερωτευμένο σε πλούσιες κυρίες και τους τάζει γάμο, για να οικειοποιηθεί την περιουσία τους. Η έκφραση, όπως και η συνώνυμη “Att sol och våra någon” (εξαπατώ με ψεύτικες υποσχέσεις γάμου), προέρχεται από μια μικρή αγγελία γνωριμιών του 1916, όπου κάποιος άνεργος, πρώην υπάλληλος σε εργοστάσιο φυσικού αερίου, o Karl Vesterberg, υπέγραφε ως “Sol och vår”, δηλαδή «ήλιος και άνοιξη». Με αυτό τον τρόπο θέλησε να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα. Πράγματι, βρήκε μια κοπέλα, από την οποία δανείστηκε 2000 κορώνες και μετά από μία εβδομάδα εξαφανίστηκε, χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του.
Ο δεύτερος απατεώνας
Με την ίδια ακριβώς υπογραφή και με το ψευδώνυμο Gustaf Raskenstam, έδρασε ένας χειριστής εκσκαφέα (και απατεώνας «αγαπητικός»), ονόματι Anders Gustaf Eriksson (1901-1969) από το Κarlstad. Πριν αρχίσει τη «δραστηριότητά» του είχε ήδη δύο διαζύγια. Καλοντυμένος, αν και όχι ιδιαίτερα όμορφος, συστηνόταν ως επιχειρηματίας και κατάφερε έτσι να εξαπατήσει πάνω από 120 μοναχικές γυναίκες, μεταξύ 40 και 60 ετών, «παραμυθιάζοντάς» τις ότι είναι η μοναδική του αγάπη, αποσπώντας τους συνολικά 200.000 κορώνες. Αρραβωνιάστηκε επίσημα 30 από αυτές. Παντρεύτηκε μάλιστα μερικές, ακόμα και ταυτόχρονα, και έκανε μαζί τους παιδιά, από το 1938, μέχρι να γίνει αντιληπτός το 1959 από το Πρωτοδικείο της Στοκχόλμης και να φυλακιστεί για απάτη και υπεξαίρεση, με 70 από τις γυναίκες αυτές να καταθέτουν εναντίον του. Συγκεκριμένα, καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για τρία χρόνια και έξι μήνες. Όταν ακούστηκε η ποινή, οι εφημερίδες έγραψαν πως η μισή αίθουσα γελούσε και η μισή έκλαιγε. Πολλές από τις γυναίκες μάλιστα, ακόμα ερωτευμένες μαζί του, είχαν γεμίσει το κελί του με ρόδα. Πέθανε τελικά πάμπτωχος σε νοσοκομείο της Στοκχόλμης. Η ιστορία του, βασισμένη σε ένα διήγημα, έγινε ταινία το 1983 με τίτλο Raskenstam, μια ρομαντική κωμωδία σε σενάριο της Birgitta Stenberg και του Gunnar Hellström, o οποίος σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον ομώνυμο ρόλο, μαζί με την Agnetha Fältskog, των ΑΒΒΑ, στο ρόλο της Lisa, του πιο αφελούς θύματός του. Από αυτό το πρόσωπο εμπνεύστηκαν πιθανότατα οι δημιουργοί του τραγουδιού.
Ο τρίτος απατεώνας
Μια κάπως ξεχασμένη περίπτωση είναι αυτή του Pertti Ylermi Lindgren (1936-2015), ο οποίος κυκλοφορούσε με ψευδώνυμα όπως Gunnar von Heidenstam και Dagar Efraim Melin. Έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο “Motala-Greven”. Μέσα σε 10 χρόνια εξαπάτησε πάνω από 300 γυναίκες σε Σουηδία και Φινλανδία και αρραβωνιάστηκε 76 από αυτές, ανάμεσά τους καθηγήτριες πανεπιστημίου και διευθύντριες εταιρειών, καθώς συστηνόταν ως κόμης. Τελικά τον κατάλαβε μια πορτιέρισσα ξενοδοχείου και τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Αφού πέρασε ένα διάστημα 3, 5 ετών στη φυλακή, έγραψε την αυτοβιογραφία του και πρωταγωνίστησε το 1971 στην ταινία “Greven”, με θέμα τη ζωή του. Συνέχισε τη ζωή του ως ηθοποιός, μέχρι τον θάνατό του.
Ο τέταρτος απατεώνας
Πιο πρόσφατα, η Σουηδία συγκλονίστηκε από νέο αντίστοιχο περιστατικό, όταν ένας νεαρός με το ψευδώνυμο Gianni ή Giovanni Santori εξαπάτησε πάνω από τριάντα κοπέλες μέσω διαδικτύου. Προσποιούμενος ότι η αδελφή του δουλεύει στη SAS, τους ζητούσε χρήματα, δήθεν για να τους εξασφαλίσει φθηνά εισιτήρια για εξωτικούς προορισμούς. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, η έκφραση ξαναήρθε στο προσκήνιο.
Η πρωτότυπη αγγελία του 1916
Ärade Damer, verkmästare 35 år (villaägare)
Söker bekantskap med hederlig och god
Flicka (eller änka) ur arbetarklassen.
Någon förmögenhet önskvard.
Svar till “Sol och vår”
Αξιότιμες Κυρίες, διευθυντής εργοστασίου 35 ετών (ιδιοκτήτης μονοκατοικίας)
Ψάχνει γνωριμία με τίμια και καλή
Κοπέλα (ή χήρα) από την εργατική τάξη.
Κάποια περιουσία επιθυμητή.
Απαντήστε στον «Ήλιο και Άνοιξη».
Μερικές ακόμα πληροφορίες
Την ορχήστρα διηύθυνε –στην μία και μοναδική εμφάνισή του στον διαγωνισμό- ο Egon Kjerrman (Ernst Napoleon), ο οποίος ξεκίνησε ως αναπληρωματικός μεάστρος στο Stora Teatern της πόλης του, δηλαδή του Γκέτεμποργκ. Οι – πολύ μοντέρνοι για τότε – στίχοι του τραγικωμικού, όπως υπογραμμίζει και το γρήγορο τέμπο του, τραγουδιού, είναι γραμμένοι στην «αργκώ» της δεκαετίας του ’60 (όπως και οι συμμετοχές του 1966 και του 1968), μια ιδιόλεκτο γεμάτη με εκφράσεις που δεν χρησιμοποιούνται πια στη σουηδική γλώσσα. Περιγράφει μια ιστορία που υποτίθεται ότι έζησε η ίδια, όταν ήταν 19 ετών: αφού πείστηκε να γευματίσει σε ένα εστιατόριο με ένα γοητευτικό άνδρα, ξαφνικά εκείνος προφασίστηκε ότι είχε να κάνει ένα επείγον τηλεφώνημα. Μετά από λίγο ο σερβιτόρος την ενημέρωσε ότι έφυγε, παίρνονταν μαζί του το γούνινο παλτό και την τσάντα της. Το επιμύθιο είναι στον τελευταίο στίχο: “Όταν είναι ήλιος και άνοιξη, τα μικρά κορίτσια πρέπει να κλειδώνονται στο σπίτι!”. Το τραγούδι διασκεύασε στα φινλανδικά η Laila Kinnunen (FIN 61), με τίτλο Kevätauer.