Γιούροσταρ κατατρεγμένοι από τη μοίρα. 12. 1967

Estimated read time 3 min read

Οι καλλιτέχνες της χρονιάς

Thérèse Steinmetz (NL 67): Γεννήθηκε το 1933 στην Ολλανδική πρωτεύουσα. Είχε ήδη πολλές εμφανίσεις σε θεατρικούς, κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς ρόλους, πριν της δώσουν δική της εκπομπή. Το 1970 κέρδισε στο φεστιβάλ Golden Stag, στο Brasov της Ρουμανίας. Κατόπιν τούτου έγινε γνωστή στη Ρουμανία, την οποία επισκέφθηκε πολλές φορές, ερμηνεύοντας φολκ τραγούδια. Εγκατέλειψε την καλλιτεχνική της πορεία το 1985, εκτός από μια τελευταία ταινία το 1994. Ζει εδώ και πολλά χρόνια στις Κάννες, όπου διακρίνεται ως ζωγράφος, με δική της γκαλερί και ατελιέ.

Vicky (LUX 67, 72-Vicky Leandros/Βασιλική Παπαθανασίου): Γεννήθηκε το 1949 στην Κέρκυρα. Αφού έζησε με τους παππούδες της μέχρι τα οκτώ της χρόνια, μετακόμισε στους γονείς της στη Γερμανία. Εκεί είχε γίνει γνωστός ο συνθέτης, τραγουδιστής και παραγωγός πατέρας της Λέανδρος Παπαθανασίου (Λεό Λέανδρος), ο οποίος ανέλαβε την προώθηση της καριέρας της, η οποία προσμετρά πάμπολλους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους (πάνω από 150 εκατομμύρια αντίτυπα συνολικά) και εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο. Σύζυγός της υπήρξε ο ιταλικής καταγωγής Γερμανός βαρόνος Enno Von Rufin, με τον οποίο έχει δύο κόρες, την Maximiliane (Milana) και την Alessandra (Sandra). Χώρισαν μετά από 19 χρόνια  γάμου. Από τον πρώτο της γάμο, με τον επιχειρηματία Ιβάν Ζησιάδη, απέκτησε  έναν γιο,  τον Λέανδρο (Λεανδράκι).

Peter Horten (AUS 67-Peter Müller): Γεννήθηκε το 1941 στο Feldsberg (το σημερινό Valtice στην Τσεχία). Πωλητής στο επάγγελμα, έγινε κάπως γνωστός στη χώρα του αργότερα, όταν άλλαξε το όνομά του σε Horton. Εργάστηκε όχι μόνο ως τραγουδιστής, αλλά και ως μουσικός, ενώ αργότερα ειδικεύτηκε στο one-man-show. Από το 1985 έκανε εμφανίσεις μαζί με τη γυναίκα του, τη Γερμανοβουλγάρα πιανίστα, Slava Kantcheff, με το όνομα Symphonic Fingers. Αυτό κράτησε μέχρι το διαζύγιό τους, γύρω στο 2000, ωστόσο παντρεύτηκαν ξανά το 2016. Μετά από μία μικρή παύση το 2001 επανήλθε το 2007 με το τελευταίο άλμπουμ του. Ήδη από το 1978 επιδόθηκε στη συγγραφή αφορισμών, σάτιρας και ποίησης. Ήταν υπέρμαχος του διαλογισμού. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2023. Γιόρτασε τα 82α και τελευταία του γενέθλια τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του… Εννέα χρόνια πριν διαγνώστηκε με τη νόσο του Πάρκινσον, η οποία όλο και επιδεινωνόταν. Επί εβδομάδες πάλευε με νεφρική ανεπάρκεια και επιπλέον, τους δύο τελευταίους μήνες, δεν μπορούσε να καταπιεί και πνιγόταν. Γι’ αυτό σταδιακά έπαψε να τρώει και να πίνει νερό. Είχε μείνει 63 κιλά. Ανακούφιζαν τους πόνους του με Tavor και μορφίνες…

Noëlle Cordier (FRA 67): Γεννήθηκε το 1944 στο Παρίσι. Προέρχεται από μέση αστική οικογένεια, η οποία είχε νερό μόνο στην αυλή του σπιτιού τους. Είχε τελειώσει τη δραματική σχολή, βγήκε σε διαγωνισμό ταλέντων και πήρε αμέσως μαθήματα τραγουδιού. Μεγαλύτερή της επιτυχία το Tu t’en vas με τον Alain Barrière (FRA 63). Είναι το περίφημο «Τώρα πια», όπως το τραγούδησε στην ελληνική γλώσσα ο Γιάννης Πάριος. Έκανε σημαντικές επιτυχίες στις γαλλόφωνες χώρες της Ευρώπης και τον Καναδά.  Επίσημα αποσύρθηκε το 1981.

Eduardo Nascimento (POR 67): Ήταν από την Αγκόλα, αποικία ακόμα τότε της Πορτογαλίας. Γεννήθηκε στη Luanda το 1944 και πέθανε το 2019 μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Τραγουδιστής του γκρουπ Os Rocks (οι Beatles της Αγκόλας, όπως τους έλεγαν), έκαναν βραχύβια καριέρα στην Πορτογαλία ως το 1969. οπότε επέστρεψε στην πατρίδα του και εγκατέλειψε οριστικά τη μουσική του καριέρα. Αργότερα έγινε υπάλληλος της πορτογαλικής αεροπορικής εταιρείας ΤΑΡ, όπου δούλεψε για 30 χρόνια. Υπήρξε σύμβολο του σεξ, αν και γρήγορα παντρεύτηκε και έζησε ήσυχη ζωή. Το τραγούδι του (που φέρει τον ίδιο τίτλο με το πολύ μεταγενέστερο Wind of Change των Scorpions) είναι διφορούμενο: σε πρώτο επίπεδο είναι ένα ερωτικό άσμα για την αγαπημένη που δεν έρχεται. Σε δεύτερο επίπεδο είναι πολιτικό και μιλά για την κατάσταση (δικτατορία) η οποία δεν αλλάζει, 7 χρόνια πριν από την περίφημη «επανάσταση των γαρυφάλλων», με την οποία αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Λέγεται ότι ο δικτάτορας Salazar τον έστειλε για δύο λόγους, αφενός για να δείξει ότι δεν ήταν ρατσιστής, αφετέρου για να υποστηρίξει ότι η Αγκόλα είχε τα ίδια δικαιώματα και ευκαιρίες με την Πορτογαλία.

Géraldine (SWI 67-Géraldine Gaulier): Γεννήθηκε το 1947 στη Βέρνη (άλλες πηγές αναφέρουν ότι είναι Γαλλίδα, κάτι που δεν ισχύει). Αρχικά ήταν μέλος του γκρουπ The Djinns. Το 1969 σταμάτησε απότομα η σόλο καριέρα της, άγνωστο για ποιο λόγο. Έχουμε πληροφορίες ότι συνέχισε ως καλλιτέχνιδα φωνητικών σε διάφορους τραγουδιστές της χώρας, ηχογραφώντας παράλληλα διαφημιστικά jingles και τραγούδια για ταινίες. Εδώ και χρόνια όμως τα ίχνη της έχουν χαθεί από τη show biz. Σύμφωνα με τη Noëlle Cordier, ήταν συνέχεια κατσουφιασμένη. Της έδωσαν τότε οι δημοσιογράφοι κοροϊδευτικά το παρατσούκλι “Miss chanson”.

Östen Warnerbring (SWE 67): Γεννήθηκε το 1932 στο Μάλμε και πέθανε το 2006 στο San Augustin, στα Κανάρια νησιά, όπου διασκέδαζε Σουηδούς τουρίστες σε ένα ξενοδοχείο. Ήταν ολοκληρωμένος μουσικός (έπαιζε σαξόφωνο και κλαρινέτο), συνθέτης, στιχουργός, μαέστρος και ερμηνευτής που διακρίθηκε σε πολλά είδη μουσικής. Τη δεκαετία του ’70 ήταν από τους πρώτους που τραγούδησαν στην διάλεκτο Skanska της Νότιας Σουηδίας. Είχε το παρατσούκλι “Östen med rösten” (= ο Όστεν με τη φωνή)! Το 1952 ξεκίνησε επαγγελματικά σε… στρατόπεδα, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν με διάφορες ορχήστρες. Έκανε διάφορες δουλειές, για να επιβιώσει: εφημεριδοπώλης, τεχνίτης λαμαρινών, ασφαλιστής, εργαζόμενος σε δισκογραφική, δημοσιογράφος. Το 1985 έπαθε καρδιακή προσβολή, αλλά κατάφερε να αναρρώσει. Έγραφε τραγούδια για τον εαυτό του και άλλους, με στίχο άλλοτε ποιητικό και άλλοτε χιουμοριστικό ή μπουρλέσκο. Το 1981 για ένα μικρό διάστημα ήταν υπεύθυνος της εταιρείας που εξέδιδε το σουηδικό τοπ. Το τραίνο Νο 009 της εταιρίας Skånetrafikens pågatåg φέρει το όνομά του! Πήγε σε πολλές επιλογές και με 11 τραγούδια κατέχει ακόμα το ρεκόρ στις επιλογές για άνδρα καλλιτέχνη (στις γυναίκες επικρατεί με 14 η αξεπέραστη Ann Louise Hanson).

Fredi (FIN 67, 76, συνθέτης FIN 79-Matti Kalevi Siitonen) & Friends (FIN 76): Γεννήθηκε το 1942 στο Mikkeli. Τον συνέκριναν με τον Fred Flintstone από το γνωστό καρτούν, λόγω της εμφάνισής του. Με πωλήσεις γύρω στις 177.000 δίσκους είναι ένας από τους 100 εμπορικότερους Φινλανδούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Μετά από μακρά περίοδο αποχής, επανήλθε το 2003 με ένα μεγαλειώδες κοντσέρτο μαζί με τον συνθέτη Petri Laaksonen. Κατά μία περίεργη σύμπτωση, και τις δύο φορές που συμμετείχε, κέρδισε το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι παντρεμένος με την πρώην τηλεπαρουσιάστρια, στέλεχος των συντηρητικών και πρώην δήμαρχο Ελσίνκι Marja-Riitta Siitonen. H κόρη τους, Hanna-Riikka Siitonen, ήταν στα φωνητικά τρεις φορές (FIN 96, 04, 05). Δυστυχώς έπασχε από καρκίνο στον θυρεοειδή ήδη από το 2000 και το 2018 η Hanna-Riikka έφυγε από τη ζωή.

Inge Brück (GER 67): Γεννήθηκε το 1936 στο Mannheim, αλλά έζησε για πολλά χρόνια σε ένα μικρό χωριό. Τραγουδούσε στο κουτούκι του πατέρα της. Απογοητευμένη από τη θέση της, εγκατέλειψε την καριέρα της και –σχεδόν οριστικά– τη δισκογραφική της δραστηριότητα, αμέσως μετά από τον διαγωνισμό, καθώς κανένας παραγωγός δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν. Κάπως έτσι συνέχισε αποκλειστικά με την ηθοποιία. Τη δεκαετία του ’70 ασχολήθηκε με το θρησκευτικό τραγούδι, ενώ τη δεκαετία του ’80 μετείχε στην πρωτοβουλία «Künstler für Christus» (= οι καλλιτέχνες για τον Χριστό). Επανήλθε για μία και μοναδική φορά στη δισκογραφία το 1997, όταν με τη φίλη της, Katja Ebstein (GER 70, 71, 80), τραγούδησαν ένα χριστιανικό τραγούδι σε ένα ομαδικό CD για τα παιδιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Σήμερα ζει λιτά στην εξοχή του Westerwald, εκεί όπου πέρασε και τα παιδικά της χρόνια, γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει υδατογραφίες και ελαιογραφίες. Παντρεύτηκε δύο φορές με σκηνοθέτες.

Louis Neefs (BEL 67, 69-Ludwig Adèle Maria Jozef Neefs): Γεννήθηκε το 1937 στο Gierle. Όταν σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στο Mechelen μπήκε στη χορωδία του κολλεγίου του και άρχισε να μαθαίνει κιθάρα. Τη δεκαετία του ’60 ίδρυσε την εταιρεία «Show Business Office», μαζί με το φίλο του Rocco Granata, και έγινε ατζέντης πολλών καλλιτεχνών. Συνδικαλιστής, παραπονέθηκε πολλές φορές για την κακή μεταχείριση των Φλαμανδών καλλιτεχνών από το κανάλι VRT, στο οποίο –παρεμπιπτόντως– εργαζόταν ως ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παρουσιαστής. Μπήκε και στην πολιτική, ως δημοτικός σύμβουλος του Mechelen. Είχε κερδίσει την πρώτη από τις έξι «Ολυμπιάδες τραγουδιού» της δικτατορίας. Υπάρχει μάλιστα η πληροφορία ότι έζησε για οκτώ χρόνια στην Ελλάδα,, κάνοντας εμφανίσεις σε κλαμπ της εποχής. Σκοτώθηκε παραμονή Χριστουγέννων του 1980 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στο Lier, μαζί με τη γυναίκα του, Liliane. Από τους γιους τους, Ludwig και Günther, ο δεύτερος είναι γνωστός τραγουδιστής.

Sandie Shaw (UK 67): Γεννήθηκε το 1947 στο Dagenham.  Μετά το σχολείο εργάστηκε σε ένα κοντινό εργοστάσιο, όσο εργαζόταν και ως part-time μοντέλο. Όταν πήγε ήταν ήδη σούπερ-σταρ. Να πούμε πως το BBC απειλούσε να ακυρώσει τη συμμετοχή της την παραμονή του διαγωνισμού (και να χάσει την πρώτη της νίκη η Αγγλία), όταν ενεπλάκη σε σκάνδαλο: σε μια υπόθεση διαζυγίου μιας τοπ-μόντελ (της Veronica Sands-Murdoch) και ενός τηλεοπτικού παραγωγού του BBC (του Douglas Murdoch) ήταν το «τρίτο πρόσωπο»! Ο Claudio Villa (ITA 67) δήλωσε ότι η Shaw κέρδισε μόνο και μόνο διότι –ενάντια στους κανονισμούς– είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος της από τις 6 Μαρτίου και ο κόσμος ήξερε πολύ καλά το τραγούδι, ενισχύοντας την άποψη ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να αλλάξει τραγούδι για τον ίδιο λόγο, ενώ η Αγγλία όχι (δύο μέτρα και δύο σταθμά). Αντί να γιορτάσει τη νίκη της, κοιμήθηκε στον διάδρομο του ξενοδοχείου, γιατί είχε κλειδωθεί έξω από το δωμάτιό της. Μετά τη Γιουροβίζιον δημιούργησε δική της εταιρεία πουλώντας ρούχα και παπούτσια που δημιουργούσε μόνη της. Αργότερα άνοιξε την κλινική «The Arts Clinic», για να παράσχει ψυχολογική υποστήριξη σε ανθρώπους της τέχνης και του θεάματος. Υπάρχει μέχρι σήμερα, με νέο όνομα: «Barefoot Therapy: The Arts Clinic». To 1968 παντρεύτηκε τον σχεδιαστή μόδας Jeff Banks. Η κόρη τους Gracie γεννήθηκε το 1971. Κάποια στιγμή εκείνος χρεοκόπησε και εκείνη έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη: παρατούσε την κόρη της μόνη και δούλευε ως γκαρσόνα, για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Το 1977 ασπάστηκε τον Βουδισμό, προσπαθώντας να ξεφύγει από την κατάθλιψη. Το 1978 χώρισαν. Το 1982 παντρεύτηκε τον Nick Powell, συνιδρυτή του Virgin Group και πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Απέκτησαν δύο παιδιά. Ο τρίτος σύζυγος είναι ο Tony Bedford. Το 2007 αποκάλυψε ότι υπεβλήθη σε εγχείρηση στα θρυλικά πόδια της, τα οποία χαρακτήρισε ως «άσχημα». Για τρεις μήνες δεν μπορούσε να περπατήσει.

Για τον Raphael, βλ. 1966.

Για την Kirsti Sparboe, βλ. 1965.

Minouche Barelli (MON 67-Marie-Pierre Barelli): Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1947 και πέθανε στο Μονακό το 2004, μετά από ασθένεια. Κόρη του τζαζ τρομπετίστα Aimé Barelli (που το διηύθυνε στη Γιουροβίζιον) και της retro τραγουδίστριας και πρόωρα αποθανούσας Lucienne Delyle. Είναι δε δεύτερη ξαδέλφη της Jacqueline Boyer (FRA 60), δηλαδή της κόρης του Jacques Pills (ΜΟΝ 59). Την εβδομάδα του διαγωνισμού ήταν πολύ λυπημένη (σύμφωνα με τη Noëlle Cordier), άγνωστο γιατί. Έκανε μικρή καριέρα, κυρίως με τραγούδια της μητέρας της. Το 1980 ήταν υποψήφια για τη Γαλλία, έμεινε όμως στον ημιτελικό. Κάπου εκεί αποσύρθηκε οριστικά από το τραγούδι. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός στο Radio Montmartre. Μόλις το 2002 κατάφερε να πάρει τη μονεγασκική υπηκοότητα.

Lado Leskovar (YUG 67): Γεννήθηκε το 1942 στη Λιουμπλιάνα. Μετά το λύκειο πήγε στη Ναυτική Σχολή του Piran, από όπου αποφοίτησε το 1961. Έγραφε τραγούδια κοινωνικής κριτικής και αντιμιλιταριστικά, ιδιαίτερα δημοφιλή στους νέους. Από το 1964 ως το 1981 έμενε στο Βελιγράδι, καθώς είχε χάσει τη δημοτικότητά του στη Σλοβενία, όχι όμως και στην υπόλοιπη πρώην Γιουγκοσλαβία. Έκανε μεγάλες τουρνέ στη Σοβιετική Ένωση. Έπαιξε και σε ταινίες. Επιστρέφοντας στη Σλοβενία εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην κρατική τηλεόραση.

Για τον Claudio Villa, βλ. 1962.

Sean Dunphy (IRL 67): Το 2007 έκανε τετραπλό bypass, ωστόσο συνέχισε τις ζωντανές εμφανίσεις. Γεννήθηκε το 1937 στη συνοικία Whitehall του Δουβλίνου και πέθανε το 2011. Έγινε γνωστός στη χώρα του ως ο τραγουδιστής των Hoedowners, που ειδικεύονταν στα σώου. Μετά τη διάλυσή τους, συνέχισε τη σόλο καριέρα του που είχε ουσιαστικά αρχίσει από το 1972. Έζησε περίπου για ένα χρόνο στον Καναδά, όπου σημείωσε επιτυχία. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν σε ένα φιλανθρωπικό γκαλά (Arts Week στο St Michael’s House του Baldoyle), μόλις μία μέρα πριν από το θάνατό του. Πέθανε στο σπίτι του στο Baldoyle της κομητείας του Δουβλίνου. Με τη γυναίκα του Lily είχαν τέσσερα παιδιά (John, Gerard, Brian, Mary), εκ των οποίων ο Brian είναι μέλος του συγκροτήματος The High Kings.