Οι καλλιτέχνες της χρονιάς
Conny Vandenbos (NL 65-Jacoba Adriana Hollestelle): Γεννήθηκε στη Χάγη το 1937. Για πολλά χρόνια αφότου σταμάτησε η καριέρα της, εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός. Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον Wim Vandenbos, από τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Karin. Αργότερα παντρεύτηκε τον μπασίστα του τρίο Leedy Ger Faber, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Jeroen. Έδωσε τα αποτελέσματα το 1998, τότε που η παρουσιάστρια, Ulrika Jonsson έκανε ένα άκομψο σχόλιο, θίγοντας την ηλικία της. Πέθανε το 2002 στο Άμστερνταμ, από καρκίνο του πνεύμονα, ο οποίος διαγνώστηκε μόλις δύο εβδομάδες πριν τον θάνατό της.
Kathy Kirby (UK 65-Kathleen O’Rourke): Γεννήθηκε στο Ilford του Essex το 1940. Ήδη από το 1966 η καριέρα της πήρε την κατιούσα. Ο μάνατζέρ της διαφώνησε με τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά στούντιο, έτσι την καλούσαν όλο και λιγότερο για εμφανίσεις. Ειδικά μετά το θάνατό του, δεν είχε πια καμία πρόσβαση στη σώου-μπιζ. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να γίνει ηθοποιός, κέρδισε τον τίτλο της πριμαντόνας και της δύστροπης. Κατά τη δεκαετία του ’70 χώρισε, παντρεύτηκε έναν συγγραφέα και πρώην αστυνομικό, πτώχευσε, έκανε αποτυχημένα comeback με σποραδικές ηχογραφήσεις και εμφανίσεις στην TV, συνελήφθη μια φορά για έναν απλήρωτο λογαριασμό σε ξενοδοχείο και πέρασε ένα διάστημα σε ψυχιατρική κλινική με διαγνωσμένη σχιζοφρένεια, μετά από το οποίο συνήψε λεσβιακή σχέση με μία φαν της, προτού γίνει ερωμένη ενός μουσικού και ενός δικηγόρου. Αφότου πούλησε την ιστορία της ζωής της στις εφημερίδες, έκανε comeback σε ρετρό κοντσέρτα, όπου αποθεώθηκε, χάρη στη φωνή της που είχε μείνει αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο. Τα τελευταία χρόνια, μέχρι τον θάνατό της τον Μάιο του 2011, έμενε στο Kensington, όπου έζησε ως έγκλειστη (ο τύπος την παρομοίαζε με την Greta Garbo), χάρη σε φιλάνθρωπους και κρατικά βοηθήματα που την συντηρούσαν. Λίγο πριν πεθάνει από καρδιακή προσβολή μετακόμισε στο σπίτι της ανηψιάς της, Λαίδης Sarah Thatcher, που είναι παντρεμένη με τον Mark, γιο της πρώην πρωθυπουργού της Αγγλίας, Margaret Thatcher, ενώ ανηψιά της είναι και η Lady Rothermere.
Για την Conchita Bautista, βλ. 1961.
Butch Moore (IRL 65-James Augustine Moore): Γεννήθηκε το 1943 και πέθανε το 2001 από καρκίνο του οισοφάγου (αν και ανακοινώθηκε επίσημα θάνατος από καρδιά). Την ημέρα ήταν μαθητευόμενος τυπογράφος και τη νύχτα τραγουδιστής σε αρκετές μπάντες. Εγκατέλειψε την Capitol Showband, με την οποία έκανε πολλά χιτ, διότι δέχτηκε μια δελεαστική πρόταση για εμφανίσεις στο Λας Βέγκας, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Έτσι, ασχολήθηκε με το καμπαρέ, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Τη σόλο του καριέρα συνέχισε στις Η.Π.Α., δύο χρόνια μετά, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχε 6 παιδιά από 2 γάμους. Ο δεύτερος έγινε με την φολκ τραγουδίστρια Maeve Mulvany, για την οποία χώρισε την πρώτη του σύζυγο, Nora Sheridan (η επίσημη δικαιολογία για το διαζύγιο ήταν ότι δεν άντεχε την ξαφνική δημοτικότητα που είχε αποκτήσει χάρη στη Γιουροβίζιον και το «I’m walking the streets in the rain”). Τραγική ειρωνεία: η τελετή της κηδείας του έγινε υπό βροχή…
Ulla Wiesner (GER 65): Γεννήθηκε στo Μόναχο το 1941. Εργάστηκε για πολλά χρόνια κάνοντας φωνητικά σε άλλους καλλιτέχνες και σπασμωδικές εμφανίσεις στα πλαίσια της σόλο καριέρας της. Σήμερα ζει στο Μόναχο, έχοντας πια αποσυρθεί από το 2002. Ήταν παντρεμένη με τον διάσημο παραγωγό και σκηνοθέτη Alexander Arnz (υπεύθυνος για τη γερμανική επιλογή του 1986), που απεβίωσε το 2004. Η ίδια παρέμεινε άγνωστη πριν και μετά τον διαγωνισμό, αν και κυκλοφόρησε κάποια τραγούδια. Εκ των υστέρων δήλωσε ότι η Γιουροβίζιον «δίπλωσε» την καριέρα της και ότι ο Τύπος όχι μόνο δεν τη στήριξε, αλλά μάλιστα προτιμούσε άλλη καλλιτέχνιδα. Ήταν συνεχώς πολύ νευρική με όλον τον κόσμο, κάτι που κόστισε στο image της.
Για τον Udo Jürgens, βλ. 1965.
Kirsti Sparboe (NOR 65, 67, 69): Ξεκίνησε ως γραμματέας, για να εξελιχθεί σε τραγουδίστρια, και αργότερα ηθοποιό, με πολλές εμφανίσεις σε επιθεωρήσεις, μιούζικαλ και κωμωδίες. Παντρεύτηκε συνολικά τρεις φορές. Μεγάλο μέρος της καριέρας της περιστρέφεται γύρω από τη Γιουροβίζιον και τους εθνικούς τελικούς, ωστόσο είναι η πιο αποτυχημένη καλλιτέχνιδα του διαγωνισμού, μιας και ήρθε δύο φορές προτελευταία και το 1969 τελευταία, κάτι που όμως αμφισβητείται: επίσημα τον τίτλο έχει η Anne Karine Strøm, η οποία ήρθε δύο φορές τελευταία ως σόλο καλλιτέχνιδα (ΝΟR 74, 76), όμως ως μέλος των Bendik Singers (NOR 73) είχε κατακτήσει τη διόλου ευκαταφρόνητη 7η θέση. Οπωσδήποτε το ρεκόρ, είτε το κατέχει η μία είτε η άλλη, παραμένει σε Νορβηγή τραγουδίστρια!
Lize Marke (BEL 65-Liliane Couck): Γεννήθηκε το 1936 και σπούδασε στο ωδείο των Βρυξελλών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αποσύρθηκε από τη σώου-μπιζ, χωρίς να σταματήσει, ωστόσο, να κάνει ζωντανές εμφανίσεις.
Marjorie Noël (MON 65-Françoise Nivot): Γεννήθηκε το 1945 στο Παρίσι και πέθανε το 2000 στο Cavaillon, από εγκεφαλική αιμορραγία. Οι γονείς της, με καταγωγή από το Morvan, ήταν ιδιοκτήτες ενός καφέ. Εκεί ανέβαινε στα τραπέζια και τραγουδούσε στους θαμώνες τα τραγούδια που μάθαινε στο σχολείο. Στα 16 της, μετά από παρότρυνση της γειτονιάς, αν και έπαιρνε μαθήματα για να γίνει γραμματέας, δέχτηκε να τη δει ένας επαγγελματίας. Εκείνος την κατεύθυνε να κάνει μαθήματα μουσικής και τραγουδιού, χωρίς να πληρώσει. Αποθεώθηκε κυρίως στην Ιαπωνία, ηχογραφώντας στα Ιαπωνικά. Το 1966, πραγματοποίησε μια μεγάλη περιοδεία στη Γαλλία, μαζί με τον Alain Barrière (FRA 63) και άλλους. Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο, το αυτοκίνητό τους έκανε πολλές στροφές και κατέληξαν όλοι στο νοσοκομείο. Η Marjorie παρά τους φριχτούς πόνους, συνέχισε την τουρνέ, παίρνοντας γερές δόσεις κορτιζόνης, αλλά και 15 κιλά, εξαιτίας των παρενεργειών της, οδηγώντας τον Eddie Barclay να σπάσει το συμβόλαιό της. Η Marjorie νοσηλεύτηκε σε κλινική, μέχρι να φύγουν οι μώλωπες και τα κιλά, έχασε όμως την πίστη στον εαυτό της και την καριέρα της. Ευτυχώς το 1967 γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο του Robert Stroppiana, με τον οποίο παντρεύτηκαν και απέκτησαν ένα μωρό, είχε όμως πια χάσει τη ζωντάνια που είχε, έτσι αποφάσισε να αποσυρθεί από τη σώου-μπιζ και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μέσα στην ανωνυμία.
Simone De Oliveira (POR 65, 69): Γεννήθηκε το 1938 στη Λισσαβώνα και έκανε εντυπωσιακή καριέρα στο τραγούδι, το θέατρο, την τηλεόραση και τις μεταγλωττίσεις. Ο πατέρας της είχε αφρικανικές ρίζες, από την αποικία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα, ενώ η μητέρα της ήταν Βελγίδα. Άρχισε να τραγουδά στο Λύκειο. Μετά από μια κατάθλιψη, στα 19 της χρόνια, ο γιατρός της σύστησε να βρει μια ασχολία που να τη διασκεδάζει. Λίγο μετά τη Γιουροβίζιον του 1969 και για δύο περίπου χρόνια χάνει τη φωνή της, έτσι δέχεται οτιδήποτε της προσφέρουν, προκειμένου να επιβιώσει: γράφει άρθρα σε εφημερίδες, κάνει ραδιόφωνο, παρουσιάζει τα καλλιστεία, αλλά και θεάματα στο καζίνο της πόλης Όταν συνήλθε από την πάθηση που ταλαιπωρούσε τις φωνητικές της χορδές, η φωνή της ήταν πιο μπάσα, αλλά μπορούσε να συνεχίσει να τραγουδά. Το 2003 έβγαλε ένα βιβλίο, όπου αναφέρεται στη μάχη της ενάντια στον καρκίνο. Τη συμμετοχή της διηύθυνε ο 51 έτους Fernando de Carvalho, ο οποίος δεν επανήλθε στον διαγωνισμό, καθότι πέθανε μόλις δύο χρόνια μετά. Η ίδια κανε απίστευτο comeback στην πορτογαλική επιλογή του 2015. Εάν είχε κερδίσει, θα έσπαγε το ρεκόρ επανεμφάνισης στο διαγωνισμό (το οποίο κατέχει η Άννα Βίσση με 24 χρόνια): θα το ανέβαζε στα 46 χρόνια! Ωστόσο, όπως δήλωσε η ίδια, ακόμα κι αν κέρδιζε, σκεπτόταν σοβαρά να παραχωρήσει τη θέση της σε κάποιον νεότερο ερμηνευτή.
Bobby Solo (ITA 65-Roberto Satti): Γεννήθηκε το 1945 στη Ρώμη. Είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα της δεκαετίας του ’60, θυμίζοντας έντονα τον Elvis Presley. Έφηβος ακόμα, μετακόμισε στη Βερόνα, όπου έμενε η αδελφή του, παντρεμένη με ένα Αμερικανό στρατιώτη, χάρη στον οποίο εξοικειώθηκε με την Αμερικανική μουσική, μάλιστα έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στα πάρτι των συστρατιωτών του γαμπρού του. Σύντομα όμως η εποχή των πάρτι ξεθώριασε, ο κόσμος ήθελε περισσότερο πολιτικό τραγούδι και έτσι η καριέρα του ξέπεσε και λύθηκε το συμβόλαιό του με τη δισκογραφική του εταιρεία. Αποσύρεται για μεγάλα διαστήματα, κατά καιρούς όμως επανέρχεται στα πράγματα. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν έκανε καμία πρόβα στη Γιουροβίζιον, διότι ο λαιμός του ήταν κλεισμένος.
Birgit Brüel (DEN 65-Birgit Thora Marie-Louise Thielemann-Brüel): Γεννήθηκε το 1927 στην Κοπεγχάγη και πέθανε το 1996 στο Gentofte, από καρκίνο. Παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα και σαξοφωνίστα Max Brüel το 1951 (τον χώρισε το 1962) και γέννησε δύο δίδυμες κόρες, την Sanne και τη Rebecca, οι οποίες έγιναν τραγουδίστριες, όπως και η εγγονή της Kaya. Είχε ήδη μια κόρη από πρώτο γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο το 1949, με τον Irving Karl Gunsted, τη Michaela, η οποία έγινε αρχιτέκτων. Ο τελευταίος της γάμος ήταν με τον σκηνοθέτη Nils Johan Magnus Cleve Vest, από το 1968 μέχρι το 1974, οπότε και χώρισαν. Δεν την ενδιέφερε το εμπορικό τραγούδι. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 αναμίχθηκε με το Amazonegruppen, ένα φεμινιστικό θεατρικό και μουσικό σχήμα, με θεματική από το αριστερό, πολιτικό και κουλτουριάρικο θέατρο.
France Gall (LUX 65-Isabelle Geneviève Marie Anne Gall): Γεννήθηκε το 1947 στο Παρίσι και πέθανε το 2018 στο Neuilly-sur-Seine. Παρότι τραγούδησε εκτός τόνου, πήρε το βραβείο μετά από μια σειρά κουραστικών και υποτονικών τραγουδιών, προκαλώντας την οργή του τότε «φίλου» της, του σούπερ-σταρ Claude François, ο οποίος της είπε από το τηλέφωνο: «ήσουν εκτός τόνου και άθλια!». Παράλληλα, η Kathy Kirby τη χαστούκισε δυνατά, μια αποκάλυψη που έκανε η France Gall για τα 50 χρόνια από τη συμμετοχή της. Έχει αποκηρύξει την καριέρα της πριν το 1974 (δηλαδή τα γεμάτα ερωτικά υπονοούμενα τραγούδια του Serge Gainsbourg), χρονιά κατά την οποία γνώρισε τον σύζυγο και συνθέτη της, Michel Berger (παντρεύτηκαν το 1976), που πέθανε το 1992 από καρδιακή προσβολή. Έχασε επίσης και την κόρη της Pauline το 1998, από κυστική ίνωση, στα 19 της χρόνια. Την είχαν πάει σε ένα νησί κοντά στη Σενεγάλη, ονόματι N’Gor, το οποίο αγόρασε η France Gall, αλλά δεν έγινε καλύτερα. Έχει ακόμα έναν γιο, τον Raphaël. Προσεβλήθη και η ίδια από καρκίνο του στήθους το 1993, αλλά το ξεπέρασε. Ο καρκίνος επανήλθε το 2016 μέχρι το 2018, οπότε πέθανε από μία μόλυνση. Είχε αποσυρθεί από το τραγούδι ήδη από το 1997, εκτός από κάποιες σποραδικές εμφανίσεις.
Viktor Klimenko (FIN 65-Viktor Andriy Klimenko): Κοζακικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1942 στη Svetnavalka, από μια οικογένειά από τη Νότια Ρωσία που εξορίστηκε από το καθεστώς στην κοιλάδα του Kuban, στην περιοχή της Καρέλια, κοντά στις στέπες, με την κόκκινη άμμο και τα άλογα, τοπία τα οποία εξυμνεί σε πολλά άσματά του. Από εκεί μετανάστευσαν και βρέθηκαν σε στρατόπεδο προσφύγων στη Φινλανδία. Σε αυτόν ανήκει ο πρώτος δίσκος που έγινε χρυσός και μετά πλατινένιος στη Φινλανδια, το 1969. Το 1982, κατά τη διάρκεια μια περιοδείας στη Γαλλία, σπάει το συμβόλαιό του με τους Free Cossacks, επιστρέφει στη Φινλανδία και αρχίζει τις επισκέψεις σε ψυχιάτρους. Το πρόβλημα έγινε τόσο γνωστό, ώστε στις εκκλησίες της χώρας προσεύχονταν για τη σωτηρία του από τη βαριά κατάθλιψη. Μετά από ένα νευρικό κλονισμό λόγω υπερκόπωσης, που παραλίγο να τον οδηγήσει σε αυτοκτονία, είχε μια θρησκευτική αφύπνιση και ανακάλυψε εκ νέου τον Χριστό (με την αίρεση των Πεντηκοστιανών), κάτι που καθρεφτίστηκε στο ρεπερτόριό του. Μέχρι σήμερα ταξιδεύει σε όλες τις ηπείρους ως αφοσιωμένος ερμηνευτής θρησκευτικών τραγουδιών (κυρίως gospel), αλλά και ως ιεροκήρυκας, διδάσκοντας τον Λόγο του Κυρίου, αγκαλιάζοντας όλους τους αναξιοπαθούντες.
Για τον Vice Vukov, βλ. 1963.
Yovanna (SWI 65-Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή): Κόρη του γνωστού ζωγράφου Κώστα Φάσσου, γεννήθηκε στην Αμαλιάδα και ξεκίνησε από τα οκτώ της χρόνια να τραγουδά σε παιδική χορωδία, ενώ πήρε μαθήματα τραγουδιού, πιάνου και μπαλέτου. Κέρδισε κρατική υποτροφία, για να συνεχίσει σπουδές όπερας στη Ρώμη, όμως δεν πήγε ποτέ, διότι –μυστηριωδώς – τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε άλλον. Ως αποτέλεσμα αυτής της περιπέτειας, στράφηκε οριστικά στο ελαφρό τραγούδι.. Μεσουράνησε για πάρα πολλά χρόνια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, την Κύπρο, τη Βραζιλία και τη Σοβιετική Ένωση. Μετά από τον γάμο της με τον νομικό και επιχειρηματία Δημήτρη Καλπαξή, εγκατέλειψε την ενεργό δράση και τραγουδούσε σποραδικά. Επιδόθηκε δε στη στιχουργική, αλλά και την ποίηση. Σήμερα έχει εξελιχθεί σε πολύ σημαντική συγγραφέα μυθιστορημάτων (όλα best-sellers), τα οποία έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και το σινεμά. Υπάρχει η φήμη (που είναι μάλλον αστικός μύθος…) ότι το τραγούδι είχε αρχικά προταθεί στη Μαίρη Λίντα από έναν Έλληνα παραγωγό, ο οποίος ζούσε τότε στην Ευρώπη και είχε τη δυνατότητα να προωθήσει έναν Έλληνα καλλιτέχνη στην ελβετική επιλογή, αλλά δεν την άφησε ο Μανώλης Χιώτης ή απλώς έφυγαν για τις Η.Π.Α. Ο παραγωγός το έδωσε τελικά στη Γιοβάννα (η οποία εκείνο το βράδυ είχε, κατά δήλωσή της, φοβερό πονοκέφαλο) και η εποποιία της στην Ευρώπη ξεκίνησε…
Διαβάζοντας το βιογραφικό της Γιοβάνας καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει, πραγματικά όμως, ΔΙΕΘΝΗΣ καριέρα!
Το τραγούδι του Κλίμενκο το 65 είναι από τις πιο άδικες τελευταίες θέσεις στη ιστορία του Διαγωνισμού.
Λατρεύω απίστευτα την Κathy Κirby… μου θυμιζε έντονα τη Dusty Springfield (ίσως και καλύτερη) και νομίζω ότι εκείνη τη βραδιά άξιζε το βραβείο (εξαιρετική ή ερμηνεία της)