Γιούροσταρ κατατρεγμένοι από τη μοίρα. 18. 1973

Γιούροσταρ κατατρεγμένοι από τη μοίρα. 18. 1973

Μετά από τη λαίλαπα της προηγούμενης χρονιάς, με πολλούς άσχημους θανάτους και κακοτυχίες, το 1973 παρουσιάζεται κάπως καλύτερο, χωρίς να λείπουν φυσικά και από εδώ διάφορες κακοδαιμονίες και απρόοπτα που στιγμάτισαν τη ζωή των γιούροσταρ: διαζύγια, οικονομικές καταστροφές, αλλαγή επαγγέλματος, κατάθλιψη και ναρκωτικά, σοβαρά ατυχήματα και κάποιοι αφύσικοι θάνατοι.

Οι καλλιτέχνες της χρονιάς

Για τη Marion Rung, βλ. 1962.

Nicole (Nicole van Palm, γνωστή ως Nicole Josy) & Hugo (Hugo Verbraeken, γνωστός ως Hugo Sigal-BEL 73). Εκείνη γεννήθηκε το 1946 στο Wemmel. Εκείνος γεννήθηκε το 1947 στο Leopoldville, δηλαδή τη σημερινή Kinshasa του Κονγκό. Το 1971 κέρδισαν στον εθνικό τελικό με το Goeiemorgen morgen, γύρισαν μάλιστα και το βίντεο-κλιπ, αλλά η Nicole ασθένησε από ίκτερο και αντικαταστάθηκαν την τελευταία στιγμή από τη Lily Castel και τον Jacques Raymond. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύτηκαν. Το 1973 έδωσαν μια αλησμόνητη performance με μωβ κοστούμια, σχεδιασμένα από τον Eddy Buyle, γνωστό ως ‘Pourel’, και ανεπανάληπτη χορογραφία. Μετά από επιτυχημένη καριέρα τη δεκαετία του ’70 (2οι στο Φεστιβάλ Τόκυο και πολλές περιοδείες), από το 1984 και μετά παρουσίαζαν σώου σε κρουαζιερόπλοιο. Υποψήφιοι το 2004, κέρδισαν το κοινό, αλλά όχι τις επιτροπές. Το 2005 στο “Congratulations” της Κοπεγχάγης αποθεώθηκαν. Το 2015 έδωσαν την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους. Σκοτώθηκε το 2022, πέφτωντας από τις σκάλες του σπιτιού της. Είχε διαγωστεί δύο φορές με καρκίνο, ενώ έπασχε και από Alzheimer.

Fernando Tordo (POR 73, 77-Fernando Travassos Tordo). Γεννήθηκε το 1948 στη Λισσαβώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες και τραγουδιστές της χώρας του. Ξεκίνησε με τους Sheiks, ως αντικαταστάτης του Carlos Mendes. Μετείχε πολλές φορές σε εθνικούς τελικούς. Ο στιχουργός του Ary dos Santos μπήκε για λίγο καιρό στη φυλακή λόγω των αντιδικτατορικών και αντιμιλιταριστικών μηνυμάτων του τραγουδιού, λίγο πριν φύγει η πτήση για το Λουξεμβούργο. Με μεγάλη καριέρα στην Ασία, ένωσε τις δυνάμεις του με τους Carlos Mendes (POR 68, 72) και Paulo de Carvalho (POR 74) σαρώνοντας τα charts. Το 2014 μπλέχτηκε σε οικονομικό σκάνδαλο, με την εταιρεία του να έχει διασπαθίσει 200 εκατομμύρια ευρώ για διοργάνωση συναυλιών. Κάπως έτσι μετανάστευσε στη Βραζιλία, με τη γυναίκα του να προσπαθεί να ξεπληρώσει τα χρέη πίσω στην Πορτογαλία. Έχουν δύο παιδιά. Το 2018 αποκάλυψε ότι πάλευε για χρόνια με τον αλκοολισμό κι ότι ήταν μέλος των Ανώνυμων Αλκοολικών. Είναι ακόμα ενεργός. Πριν από τρεις μέρες μπήκε στο νοσοκομείο με Covid-19.

Gitte (GER 73-Gitte Hænning-Johansson). Γεννήθηκε το 1946 στο Århus της Δανίας. Ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα τόσο στο τραγούδι, όσο στο σινεμά, ενώ αργότερα διακρίθηκε στα μιούζικαλ. Κάνει μεγάλη καριέρα στη Σκανδιναβία και τις γερμανόφωνες χώρες. Το 1962 ήταν υποψήφια στο δανικό τελικό, αλλά ακυρώθηκε, διότι ο συνθέτης Sejr Volmer-Sørensen σφύριξε τον σκοπό του τραγουδιού στην καντίνα της δημόσιας τηλεόρασης! Το 1978 ήρθε 2η πίσω από τις Baccara για λογαριασμό του Λουξεμβούργου. Από το 2004 έως το 2006 έκανε μεγάλη περιοδεία μαζί με τη Σουηδή Siw Malmkvist (SWE 60, GER 69) και τη Νορβηγή Wencke Myhre (GER 68), δηλαδή τις Σκανδιναβές καλλιτέχνιδες που εκπροσώπησαν τη Γερμανία. Παντρεύτηκε μία φορά, με τον μάνατζέρ της Jo Geistler, ωστόσο είχε δύο γνωστές μακροχρόνιες σχέσεις πριν κι άλλες δύο μετά. Εδώ και χρόνια ζει στο Βερολίνο.

Bendik Singers (NOR 73): δημιουργήθηκαν από τον Arne Bendiksen (NOR 64) ειδικά για τη Γιουροβίζιον. Το τραγούδι τους περιλαμβάνει φράσεις σε 12 γλώσσες. Η Anne-Karine Strøm (NOR 74, 76), γεννημένη το 1951 στο Όσλο, συμμετείχε σε όλους τους εθνικούς τελικούς μεταξύ 1971 και 1976 και θεωρείται η πιο αποτυχημένη σόλο καλλιτέχνιδα, αφού στις άλλες δύο συμμετοχές της ήρθε τελευταία. Μετά από εμφανίσεις σε καμπαρέ μαζί με τον τότε σύζυγό της Ole Paus, τη δεκαετία του ’80 έκανε στροφή στην ποιότητα. Σταμάτησε το 1986. Υπήρξε παντρεμένη και με τον Frode Thingnaes (συνθέτης NOR 74, 76, μαέστρος NOR 74, 76, 96). Εδώ και 20 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ έχει κυκλοφορήσει και δέκα βιβλία με θέμα τη γυναικεία ομορφιά. Η Ellen Nikolaysen (NOR 75), γεννημένη το 1951 στο Όσλο, κέρδισε στο φεστιβάλ Τόκυο το 1974, ενώ την ίδια χρονιά έκανε, μαζί με τους άνδρες του γκρουπ, φωνητικά στην Anne-Karine Strøm. Το 1977 παντρεύτηκε τον Terje Gulbrandsen αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Έκανε παύση της καριέρας της για 15 χρόνια, ενώ μετά επέστρεψε ως ηθοποιός πλέον. Έχει να κάνει δισκογραφία από το 1987. Ο Bjørn Howard Kruse, ζωγράφος, σαξοφωνίστας και τραγουδιστής, γεννήθηκε το 1946 στο Λονδίνο. Σήμερα διδάσκει στη Νορβηγική Ακαδημία Μουσικής. Απέκτησε τρεις κόρες από τον πρώτο του γάμο, όλες καλλιτέχνιδες. Θεωρείται σημαντικός συνθέτης, κυρίως κλασικής μουσικής. Ο αδελφός του Philip Kruse (στιχουργός NOR 74, 76, 79) γεννήθηκε το 1949 στο Όσλο. Μαέστρος, μουσικός, στιχουργός, ενορχηστρωτής, τρομπετίστας και τραγουδιστής. Έχει ηχογραφήσει πάνω από 300 δίσκους και 2000 μελωδίες και τραγούδια.

Marie (MON 73- Marie-France-Pierette-Georgette Dufour). Γεννήθηκε το 1949 στο Nancy και πέθανε από καλπάζουσα λευχαιμία το 1990 στην πόλη Colombes. Ξεκίνησε το 1971 και έγινε αρκετά μεγάλο όνομα, λησμονήθηκε ωστόσο πολύ γρήγορα. Εκτός από έναν δίσκο το 1988, η προσωπική δισκογραφία της είχε ήδη σταματήσει το 1976. Έκανε μικρή καριέρα στη Γερμανία, κυρίως όμως ξεχώρισε στο μιούζικαλ Les miserables το 1980. Το 1982 ο αδελφός της σκοτώθηκε σε δυστύχημα με τη μηχανή του. Είχε ακόμα δύο αδελφές. Το 1974 παντρεύτηκε τον κιθαρίστα Lionel Gallardin και απέκτησε έναν γιο. Μαζί συμμετείχαν στο συγκρότημα Il était une fois.

Modedades (SPA 73). Το 1967 τρεις αδελφές (Amaya, Izaskun, Estibaliz Uranga-SPA 75) από συνολικά εννέα αδέλφια, γεννημένα στο Bilbao, στη χώρα των Βάσκων, ίδρυσαν το γκρουπ Las Hermanas Uranga. Σύντομα μπήκαν στο συγκρότημα συγγενείς και φίλοι και μετονομάστηκαν σε Voces y guitarras, πριν ένας ατζέντης τους βαφτίσει Mocedades (οι νεολαίοι). Παρά το σκάνδαλο πως το τραγούδι ήταν αντιγραφή του Brez Besed (YUG 66), όχι μόνο ήρθε 2ο, αλλά έγινε τεράστια επιτυχία σε Ευρώπη, Η.Π.Α., Νέα Ζηλανδία και Λατινική Αμερική. Στη σκηνή της Γιουροβίζιον ήταν οι εξής: Amaya Uranga (María Icíar Amaya Uranga Amézaga), Carlos Zubiaga (Carlos Zubiaga Uribarri), Roberto Uranga (Roberto Uranga Amézaga), Izaksun Uranga (Izaskun Uranga Amézaga), José Ipiña (José Luis Ipiña), Javier Garay (Francisco Javier Garay Barrenechea), γνωστοί στην Ισπανία ως «οι ιστορικοί έξι». Όλα αυτά τα χρόνια διάφορα μέλη (πάνω από 25, εκ των οποίων οι έξι ήταν από τα αδέλφια Uranga) έμπαιναν και αποχωρούσαν, ενώ σήμερα έχουν ουσιαστικά χωριστεί σε τρία μέρη, με αρκετές προστριβές μεταξύ τους. Το 2005 απεβίωσαν τρία από τα μέλη του γκρουπ: ο Rafael Blanco, ο Roberto Uranga και ο José Antonio Las Heras. Το 1983 η Izaksun (γεννημένη το 1950) έσπασε το πόδι της, έτσι αναγκάστηκε να κάνει ηχογραφήσεις με τις πατερίτσες, έχοντας μόλις αναρρώσει από σοβαρό πρόβλημα με τη μέση της. Για κάποια χρόνια αντιμετώπισε διαταραχές βάρους. Το 1999 καθηλώθηκε για δύο χρόνια στο κρεβάτι μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Το 2013 πάλι σταμάτησε για ένα διάστημα λόγω ασθένειας. Είναι η μόνη που παραμένει από την αρχική σύνθεσή τους μέχρι σήμερα. Έχει μία κόρη. Ο Javier Garay, γεννημένος το 1946 είναι σήμερα ο επικεφαλής του δεύτερου γκρουπ που προέκυψε, το οποίο φέρει επίσης το όνομα Mocedades. Το 2011 η Amaya έσπασε τον μηρό της. Ως εκ τούτου έκανε εμφανίσεις καθισμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Γεννημένη το 1947, από το 1984 κάνει καριέρα είτε σόλο είτε ως μέλος των El Consorcio, δηλαδή του τρίτου συγκροτήματος με πρώην μέλη των Mocedades. Ο Roberto Uranga, γεννήθηκε το 1948. Εγκατέλειψε το γκρουπ το 1994 και συνέχισε ως κιθαρίστας. Μαζί με πρώην μέλη των Trigo Limpio (SPA 80) έφτιαξε τους Txarango. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε πέντε παιδιά. Πέθανε από καρκίνο μία εβδομάδα πριν από το σώου “Congratulations”. Ο  Carlos Zubiaga γεννήθηκε το 1941. Ξεκίνησε με τους Los Mitos. Έμεινε στους Modedades για 17 χρόνια, έγινε για λίγο μουσικός παραγωγός, ενώ σήμερα είναι μέλος των El Consorcio. Ο José Ipiña έφυγε το 1989 και συνέχισε ως μουσικός.

Patrick Juvet (SWI 73). Γεννήθηκε το 1950 στο Montreux. Ξεκίνησε ως μοντέλο στη Γερμανία, πριν γίνει τραγουδιστής και συνθέτης στο Παρίσι. Ο πατέρας του πουλούσε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις κι έτσι αγάπησε τη μουσική. Η καριέρα του ξεκίνησε το 1971 με δυνατές συνεργασίες (Claude François, JeanMichel Jarrre, Eddie Barclay κ. α.). Θεωρείται ο βασιλιάς της γαλλικής ντίσκο, με κάποιες επιτυχίες του να γίνονται διεθνείς. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος οικονομικής και καλλιτεχνικής κάμψης που τον οδήγησε σε κατάθλιψη, χρήση ναρκωτικών και αλκοολισμό. Για να ξεφύγει από τους δαίμονές του μετακόμισε στο Λονδίνο, μετά στο Λος Άντζελες και πίσω στην Ελβετία, πριν επιστρέψει το 1991 στο Παρίσι κάνοντας comeback που κράτησε μέχρι το 2010. Το 2005 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του, όπου μιλούσε ανοιχτά για τα προβλήματα που βίωσε, καθώς και για την αμφισεξουαλικότητά του. Γνωστές σχέσεις του είναι με τον ατζέντη του Pascal Maignant και με τον διάσημο σκηνοθέτη ερωτικών ταινιών JeanDaniel Cadinot. Ζει πλέον στη Βαρκελώνη.

Zdravko Čolić (YUG 73). Γεννημένος στο Σαράγεβο το 1951, θεωρείται από τα μεγαλύτερα ονόματα της γιουγκοσλαβικής μουσικής σκηνής, ο “Tom Jones” των Βαλκανίων. Γιος αστυνομικού και νοικοκυράς, ξεκίνησε ως τερματοφύλακας, πριν διακριθεί στον στίβο και συγκεκριμένα στα 100 μέτρα.  Τον εγκατέλειψε, διότι δεν ήταν πειθαρχημένος. Παράλληλα μετείχε σε διάφορα γκρουπ και μουσικούς διαγωνισμούς. Πριν κάνει σόλο καριέρα πέρασε από τους Ambasadori (YUG 76) και τους Korni Grupa (YUG 74). Του προτάθηκε δύο φορές να κάνει καριέρα στη Γερμανία, αλλά δεν ήθελε να αφήσει την πατρίδα του. Το 1984 έκανε μια επιχειρηματική κίνηση στη Ljubljana (έχει σπουδάσει οικονομολόγος), όπου είχε μετακομίσει, μαζί με τον Goran Bregović. Κατόπιν έζησε πέντε χρόνια στο Ζάγκρεμπ πριν επιστρέψει στο Σαράγεβο. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βελιγράδι με τη σύζυγό του και τις κόρες του. Η καριέρα του είχε διάφορα διαστήματα αποχής, αλλά κατάφερε να παραμείνει ενεργός. Είναι γνωστός φιλειρηνιστής και φιλάνθρωπος, αλλά και τακτικός θαμώνας των γυμναστηρίων.

Anne-Marie David (LUX 73, FRA 79). Γεννήθηκε το 1953 στην Αρλ της Γαλλίας. Αφού διακρίθηκε ως Μαρία Μαγδαληνή στο “Jesus Christ Superstar”, μετείχε στην γαλλική επιλογή του 1972.  Μετά τη νίκη της στη Γιουροβίζιον, αλλά και το φεστιβάλ του Τόκυο, και μια εξαντλητική περιοδεία έπαθε νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε κατά διαστήματα σε νευρολογικές κλινικές, ενώ έζησε για κάποιο διάστημα στην Τουρκία, κάνοντας εκεί δεύτερη καριέρα. Χάρη στη δεύτερη συμμετοχή της, έγινε ξανά αγαπητή στη χώρα της, προτού φύγει το 1982 για τη Νορβηγία, συνεχίζοντας εκεί την πορεία της. Αποσύρθηκε το 1987, μετά από μια 3η θέση στη Χιλή, αλλά επέστρεψε το 2003. Το 2013 προσπάθησε για τη Γαλλία, ενώ το 2016 με το International ήταν υποψήφια σε Γερμανία, Αυστρία και Άγιο Μαρίνο, αλλά δεν επελέγη πουθενά. Κάποια στιγμή προκλήθηκε σκάνδαλο, όταν τραγούδησε στα κατεχόμενα και μίλησε με θερμά λόγια για την Τουρκία.

The Nova (SWE 73). Είναι ο Claes af Geijerstam (Claes Olof “Clabbe” af Geijerstam) και ο Göran Fristorp. Το συγκρότημα αρχικά λεγόταν Malta, επειδή εκεί τους άρεσε να κάνουν πρόβες, αλλά άλλαξε όνομα για ευνόητους λόγους. Η καριέρα τους ως γκρουπ κράτησε μόνο για εκείνη τη χρονιά, κυκλοφορώντας ένα άλμπουμ και τρία singles. Ενώθηκαν ξανά για μια και μοναδική εμφάνιση το 2009. Έγινε σκάνδαλο στις εφημερίδες, όταν αντί του Ring ring των ΑΒΒΑ (3ο) πήγε το δικό τους. Επίσης σκανδάλισαν οι τολμηροί στίχοι του ακαδημαϊκού Lars Forsell (πέθανε το 2007): «Dina bröst är som svalor som häckar» (τα στήθη σου είναι σαν χελιδόνια που κουρνιάζουν), ο οποίος δήλωσε ότι το είχε εμπνευστεί από το βιβλικό «Άσμα Ασμάτων». Ο πρώτος, γεννημένος το 1946 στο Norrköping, έκανε καριέρα από μικρός σε κάποια γκρουπ και χορωδίες, ενώ υπήρξε εφηβικό είδωλο. Από το 1974 και μετά εργάστηκε ως ηχολήπτης στις συναυλίες των ΑΒΒΑ και εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ραδιοφωνικό παραγωγό, τηλεπαρουσιαστή και κυρίως DJ. Ο δεύτερος, γεννημένος το 1948 στο Örebro, συνέχισε την καριέρα του μέχρι λίγο πριν πεθάνει τον Σεπτέμβριο του 2024. Προσπάθησε άλλες τέσσερεις φορές στο Melodifestivalen. Μάλιστα είναι ο τελευταίος που διαγωνίστηκε με δύο τραγούδια την ίδια χρονιά (το 1974). Από το 1989 άρχισε να ηχογραφεί εκκλησιαστικούς ύμνους. Πριν από αυτό υπήρξε μέλος του Ολλανδικού γκρουπ Ekseption, με μικρή καριέρα στη Γερμανία, ενώ μαζί με τη Sylvia Vrethammar (MF 71, 72, 74, 02, 13) έκαναν περιοδείες μέχρι και στην Ε.Σ.Σ.Δ. Εδώ και πολλά χρόνια έδινε συναυλίες σε σουηδικές και νορβηγικές εκκλησίες ανά τον κόσμο, μολονότι ζούσε μόνιμα στην Ταϋλάνδη. Όταν διαγνώστηκε το 2020 με καρκίνο του ήπατος, τον οποίο είχε για χρόνια, χωρίς να το γνωρίζει, επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του, για να κάνει θεραπείες.

Ben Cramer (NL 73-Bernardus Kramer). Γεννήθηκε το 1947 στην πρωτεύουσα. Εργαζόμενος σε ασφαλιστική εταιρία, ξεκίνησε με μια τηλεοπτική εμφάνιση το 1966 μαζί με τους The Sparklings που του εξασφάλισε δισκογραφικό συμβόλαιο το 1967. Μεσουράνησε τις δεκαετίες ’60 και ’70. Τη δεκαετία του ’80 επέστρεψε, τραγουδώντας σε μιούζικαλ σε Ολλανδία και Φλάνδρα και κάνοντας εμφανίσεις στην τηλεόραση, ως ηθοποιός, κριτής ή παίκτης reality. Το 1982 συζητήθηκε θετικά το γεγονός ότι ήταν από τους ελάχιστους της επιτροπής που ψήφισε στον εθνικό τελικό το Fantasy Island, αγαπημένο τραγούδι του κοινού. Τα τελευταία χρόνια, μαζί με έναν πιανίστα παρουσιάζει σώου κατά παραγγελία, σε όποιον τους προσλάβει. Έχει πέντε παιδιά. Δύο από τις κόρες του πάσχουν από ελαττωματική καρδιά, όπως και ο ίδιος, ο οποίος έκανε σοβαρή εγχείρηση πριν από δύο χρόνια.

Για τον Massimo Ranieri, βλ. 1971.

Μaxi (IRL 73, 81-Irene McCoubrey): Γεννήθηκε το 1950 στο Harold’s Cross. Εγκατέλειψε την καριέρα της, για να γίνει ραδιοφωνική παραγωγός στην κρατική ραδιοφωνία, από όπου συνταξιοδοτήθηκε το 2015. Εκεί εργάστηκε για 30 χρόνια, εκτός από ένα πεντάμηνο το 2011, οπότε έπαθε υπερκόπωση λόγω του πολύ πρωινού ξυπνήματος και της διαδρομής που έπρεπε να κάνει μέχρι τα στούντιο. Έκανε έναν γάμο μεταξύ 1973 και 1979, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Ξεκίνησε ως μέλος των Maxi, Dick & Twink, οι οποίες μεσουράνησαν από το 1967 ως το 1971, οπότε διαλύθηκαν μετά από μια περιοδεία στον Καναδά. Αυτές επρόκειτο να πλαισιώσουν τη Muriel Day (IRL 69) στη Γιουροβίζιον, αλλά απορρίφθηκαν, διότι ήταν πολύ… ψηλές. Η συμμετοχή της έχει πολιτικές αποχρώσεις υπέρ της αποκατάστασης της ειρήνης στην Ιρλανδία. Τσακώθηκε με την αποστολή για την ταχύτητα με την οποία παιζόταν το τραγούδι, έτσι είχαν έτοιμη ως αντικαταστάτρια την Tina Reynolds (IRL 74) για παν ενδεχόμενο. Η κόντρα πήρε τεράστιες διαστάσεις στον Τύπο, με διάφορους καλλιτέχνες να την υποστηρίζουν δημόσια. Πήγε αργότερα και ως μέλος των Sheeba (IRL 81), οι οποίες διαλύθηκαν με άσχημο τρόπο (αυτά όμως θα τα δούμε, μόλις φτάσουμε στο 1981), ενώ ήταν η συμπαρουσιάστρια της επιλογής του 1987. Το 2000 έκανε φυλακή στη Μαγιόρκα, όπου βρισκόταν με ιρλανδούς δημοσιογράφους, για να δημιουργήσουν μια τουριστική μπροσούρα. Ένας από αυτούς κατηγορήθηκε ότι έκλεψε ένα κινητό από μια κοπέλα, η οποία έφερε 20 αστυνομικούς, για να τους συλλάβουν. Τους έβαλαν για 11 ώρες στα κρατητήρια για κλοπή και αντίσταση κατά της αρχής. Εδώ και χρόνια ζει κοντά στο Blackrock.

Για τον Cliff Richard, βλ. 1968. Το 1973 πήγε, όπως δήλωσε, διότι χρειαζόταν ακόμα ένα million seller hit (το 1968 είχε πουλήσει δύο εκατομμύρια και το 1973 πλησίασε πολύ το ένα). Πήρε ένα τόσο ισχυρό βάλιουμ που κοιμήθηκε καθώς πήγαιναν στο Nouveau Théâtre. Φοβήθηκαν για σκάνδαλο στις εφημερίδες «Cliff on Drugs» και έκαναν πολλές προσπάθειες να τον ξυπνήσουν, προκειμένου να τραγουδήσει. Για δεύτερη φορά κλείστηκε στην τουαλέτα, καθώς δεν ήθελε να τον δουν οι θαυμαστές του να προσπαθεί να δείχνει χαρούμενος, σε περίπτωση που έχανε. Πολύ αργότερα κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση από τέσσερεις άνδρες, αλλά αθωώθηκε.

Martine Clémenceau (FRA 73). Γεννημένη το 1949 στο Thionville, το 1971 κέρδισε στο φεστιβάλ του Τόκυο. Παρά την κακή της θέση στη Γιουροβίζιον, γίνεται χορωδός του Claude François, μετά τον θάνατο του οποίου επιστρέφει στη σόλο καριέρα και τη σύνθεση για λογαριασμό διαφόρων καλλιτεχνών, κατασκευάζοντας παράλληλα δικό της στούντιο ηχογραφήσεων. Το Solitaire γίνεται παγκόσμιο χιτ χάρη στη Laura Braningan. Σταμάτησε την τραγουδιστική της σταδιοδρομία το 1986. Στο σήμερα είναι κυρίως μουσική παραγωγός και καθηγήτρια φωνητικής. Υπήρξε παντρεμένη με τον ηθοποιό Yan Brian, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.

Ilanit (ISR 73, 77-Hanna Dresner-Gat). Γεννήθηκε το 1947 στο Τελ Αβίβ, αφότου οι γονείς μετανάστευσαν εκεί από την Πολωνία, όπου είχαν επιβιώσει του ολοκαυτώματος. Από τα 5 ως τα 13 της χρόνια έζησε στη Βραζιλία. Ο αδελφός της δεν έζησε μαζί τους στη Βραζιλία. Επειδή δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο κλίμα επέστρεψε μόνος στο Ισραήλ και έζησε σε kibbutz. Αργότερα έγινε πρόεδρος της αντίστοιχης Ε.Σ.Η.Ε.Α.. Πριν κάνει σόλο καριέρα, υπήρξε μέλος του ντουέτου Ilan & Ilanit, μαζί με τον σύζυγό της Shlomo Zach (χώρισαν το 1973). Το 1975 παντρεύτηκε τον Nahum Gat, από τον οποίο απέκτησε ένα γιο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας έκανε τρίτο γάμο με τον Eli Tamir (χώρισαν το 2018). Από το 1971 μέχρι το 1977 ψηφιζόταν ως η κορυφαία τραγουδίστρια του Ισραήλ. Το 1971, οπότε ήρθε 3η σε μία από τις Ολυμπιάδες τραγουδιού της Αθήνας, «κυνήγησε» καριέρα στη Γερμανία. Της πρότειναν να μπει στην επιλογή της Γερμανίας το 1972, αλλά αρνήθηκε. Ζήτησε πάντως να δει τους κανονισμούς και απευθύνθηκε στην IBA (τη δημόσια τηλεόραση του Ισραήλ), η οποία έπαιρνε κάθε χρόνο ένα χαρτί για ένα ευρωπαϊκό διαγωνισμό, αλλά δεν είχε χρήματα, για να πάει. Έπεισε την IBA να μπει και επελέγη γι’ αυτό τιμής ένεκεν. Έκανε ένα διαφημιστικό για μια αεροπορική εταιρεία, για να μπορέσει να πάει η ίδια, ο manager της και η μαέστρος Nurit Hirsch στον διαγωνισμό. Το Ισραήλ είχε τότε ιδιαίτερα «ανεβασμένες τις μετοχές του», λόγω της συμπάθειας που προκάλεσε η δολοφονία των αθλητών του στην Ολυμπιάδα του Μονάχου, ένα χρόνο πριν. Δεν είναι άσχετο με αυτό το γεγονός ότι στη σκηνή φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο (κάτι, ωστόσο, που διαψεύδουν μερικές εβραϊκές πηγές), ενώ πολύ διακριτικά παρευρίσκονταν δύο σωματοφύλακες, καλά κρυμμένοι από τις κάμερες. Σταμάτησε το 1996 και επανήλθε το 2008 χωρίς να διακόψει ξανά. Σήμερα ζει στην Herzliya. Και μια λεπτομέρεια: Ilanit είναι ένα είδος βατράχου!

3 σκέψεις για το “Γιούροσταρ κατατρεγμένοι από τη μοίρα. 18. 1973

  1. Πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες η Illanit και ο Colic!
    Και ο Richard πολύ μεγάλο όνομα εννοείται.

    Από τις αγαπημένες μου χρονιές το 73.
    Ξεχωρίζω: Ισπανία, Γιουγκοσλαβία, Λουξεμβούργο, Ισραήλ, ΗΒ.

  2. Λατρεύω Nicole & Hugo από το Βέλγιο! Γενικά πάντως συμπαθέστατη χρονιά από άποψη συμμετοχών, παρά την εντελώς μέτρια διοργάνωση των Λουξεμβουργιανών (παρατηρήστε στο βίντεο που βρισκόταν η ορχήστρα του RTL, για να μη σχολιάσω τον κλόουν στο διάλειμμα!). Αρκετοί από τους Eurostars εκείνη τη χρονιά, παραμένουν ακμαίοι για την ηλικία τους όπως έχω δει σε σχετικά πρόσφατα βίντεο (π.χ. Anna-Marie David, Illanit, Cliff Richard, Colic, κλπ)

  3. Είναι από τις καλές χρονιές της Γιουροβίζιον. 12άρι μου το νικητήριο και ακολουθεί η Γιουγκοσλαβία. Λατρεύω Nicole & Hugo. Από την άλλη ποτέ μου δεν κατάλαβα όλη αυτήν την υστερία με το ισπανικό τραγούδι. Πολύ καλό (αν και κλεμμένο) αλλά μέχρι εκεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.