Η σκανδιναβική κλίκα που λυμαίνεται τον διαγωνισμό
Πολλές φορές κάποια άτομα που εμπλέκονται -άμεσα ή έμμεσα- με τη Γιουροβίζιον έχουν τη δύναμη να καθορίσουν την πορείας μια χώρας, ακόμα και του ίδιου του διαγωνισμού. Παραδείγματος χάρη, πολιτικές αποφάσεις κρατούν την Τουρκία εκτός, είτε λόγω αντίρρησης με τη φύση του διαγωνισμού, είτε επειδή η Τουρκία ζήτησε κάποτε -βάσει πληθυσμού- να ενταχθεί στις BIG, αλλά δεν τη δέχτηκαν. Άλλοτε, ισχυρά πρόσωπα των καναλιών “έδιναν γραμμή” να μην κερδίσει η χώρα (Γαλλία, Ισπανία) ή ακόμα και να απέχει για 11 ολόκληρα χρόνια (Δανία), λόγω άρνησης του προέδρου του κρατικού καναλιού, Niels Jørgen Kaiser. Στο ίδιο πλαίσιο παρακολουθούμε τη δύναμη που αντλεί η Σουηδία από το γεγονός πως, αφενός ο εκτελεστικός επόπτης από το 2004 μέχρι σήμερα είναι Σουηδός (Svante Stockselius, 2004-2010, Martin Österdahl, 2021-) ή Νορβηγός (Jon Ola Sand, 2011-2010), αφετέρου ο Christer Björkman είναι πανταχού παρών, με διάφορους ρόλους, και επηρεάζει. Πέρα από το ότι έχουν εισαγάγει πολλές αλλαγές, με σημαντικότερη εκείνη του βαθμολογικού συστήματος, ακολουθώντας το Melodifestivalen και την απουσία κλήρωσης, με τη σειρά εμφάνισης να αποφασίζουν οι παραγωγοί (τώρα δε επιθυμούν να μειώσουν τη διάρκεια του διαγωνισμού), ξένοι φαν ισχυρίζονται πως έχει γίνει ειδική συμφωνία με τη Σουηδία: επειδή δεν μπορεί να ενταχθεί στις BIG, φροντίζει η EBU μέσω των επιτροπών να την έχει πάντα ψηλά. Υπερβολές; Ίσως ναι, ίσως όχι. Παλαιότερα ήταν Δανός (o Christian Clausen, 1993-5) αυτός που εισήγαγε το σύστημα των αποκλεισμών των χωρών βάσει της βαθμολογίας της τελευταίας πενταετίας, με τη Δανία να υποβιβάζεται πρώτη και καλύτερη… Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός πως τα τελευταία 25 χρόνια της σκανδιναβικής υπεροχής, οι χώρες αυτές (βάζω και τη Φινλανδία, αν και μη Σκανδιναβική) έχουν πάρει 8 βραβεία, δηλαδή το 1 στα 3; Ακόμα και η ελληνικη νίκη, όσο κι αν δεν το παραδέχονται οι Έλληνες φαν, δέχτηκε μεγάλη αρωγή εκ Σουηδίας (Αλεξάνδρα Πασχαλίδου, Έλενα Παπαρίζου, o floor manager, οι τεχνικοί της διοργάνωσης ήταν οι ίδιοι που είχε η Πασχαλίδου στην εκπομπή της κ.λ.π). Παρατηρείται, επίσης, μια ατιμωρησία: τραγούδια που κατηγορούνται για αντιγραφή (Σουηδία 2015, Σουηδία 2023) ή έχουν ερμηνευτεί ζωντανά πριν από την προθεσμία (Δανία 2013), όχι μόνο γίνονται δεκτά, αφού προέρχονται από τις Σκανδιναβικές χώρες, αλλά παίρνουν και το βραβείο, ενώ άλλες χώρες που κάνουν το ίδιο τιμωρούνται με διάφορους τρόπους (από φαβορί καταλήγουν στον ημιτελικό, πρόχειρο παράδειγμα το Horehronie που είχε κοπιάρει δύο σλαβικά τραγούδια, ενώ το Tattoo, αν και αντέγραψε 4-5, επιβραβεύτηκε).
Ποιος είναι ο -κάποτε πανίσχυρος-Jürgen Meier-Beer;
Υπήρξε αρχηγός της γερμανικής αποστολής, με “άκρες” στην EBU, ένας άνθρωπος που επέβαλε -με εκβιαστικό τρόπο- πολλές από τις αλλαγές που ισχύουν μέχρι σήμερα. Είχε δίκιο; Ο χρόνος θα δείξει. Οι χαμηλές τηλεθεάσεις στη Γερμανία τον ώθησαν να πιστέψει πως η Γιουροβίζιον χρειαζόταν έναν εκμοντερνισμό. Ήδη κάποιοι καλλιτέχνες (Gina G, Paul Oscar, Dana International) σήμαναν μια στροφή του διαγωνισμού, ο οποίος φαινόταν να έχει “βαλτώσει”, με τραγούδια παρωχημένα και δίχως εμπορική απήχηση. Η χρονιά-κλειδί είναι το 1996, οπότε ανέλαβε τη διοργάνωση του γερμανικού τελικού. Από τότε άρχισε να πιέζει για την κατάργηση της ορχήστρας και των επιτροπών, αλλά και την απελευθέρωση της γλώσσας, χρησιμοποιώντας διάφορα έωλα επιχειρήματα (π. χ. ότι η ποπ μουσική δεν μπορεί να αποδοθεί με κλασική ορχήστρα, ότι τάχα δεν χωρά την αίθουσα, ότι είναι πολυέξοδη, ότι δεν τη θέλουν οι καλλιτέχνες), με στόχο να προσελκυθεί το νεότερο ακροατήριο, το οποίο είχε “γυρίσει την πλάτη” στη Γιουροβίζιον. Ο ίδιος, βέβαια, οδηγώντας το φεστιβάλ τραγουδιού σε μια ομοιομορφία και παγκοσμιοποίηση, ξέχασε τον αρχικό στόχο, όπως είχε τεθεί στους κανονισμούς του 1956, δηλαδή τη “βελτίωση της Ευρωπαϊκής κουλτούρας”. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας στη ραδιοφωνική προεπιλογή του 1996 με το πολύ μοντέρνο Planet of Blue και οι συζητήσεις/απειλές στα Μ.Μ.Ε. της χώρας για απόσυρση οδήγησαν σε αλλεπάλληλες συναντήσεις ανάμεσα στον Jürgen Meier-Beer και την EBU, ο οποίος, έχοντας ως σύμμαχο τη Νορβηγία (η οποία ισχυρίστηκε πως, χωρίς την οικονομική συνδρομή της Γερμανίας, δυσκολεύτηκε να διοργανώσει τον διαγωνισμό στο Όσλο-φυσικά όλοι γνωρίζουμε πως η χώρα μόνο φτωχή δεν είναι: έχει πετρέλαια!), ουσιαστικά εκβίασε την EBU. Ειρήσθω εν παρόδω πώς η Νορβηγία, η άλλοτε παραγκωνισμένη, η οποία κατέληγε συχνά-πυκνά στην τελευταία θέση της βαθμολογίας για διάφορους λόγους, μετά από το δεύτερο βραβείο της απέκτησε σημαντική δύναμη (και έναν σκοτεινό ρόλο), πρωτοστατώντας σε διάφορες ενέργειες υπέρ ή κατά διαφόρων χωρών. Αυτά όμως θα τα δούμε σε άλλο άρθρο.
Οι κανονισμοί που επέβαλε ο Meier-Beer
Στις συναντήσεις με την EBU κατάφερε τα εξής:
α) να εισαχθεί σταδιακά η τηλεψηφοφορία (5 χώρες πιλοτικά το 1997 και μετά όσες μπορούσαν να το υποστηρίξουν). Μέχρι το 2009 οι επιτροπές εξαφανίστηκαν και επανήλθαν μόνο με 5 επαγγελματίες ανά χώρα, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις και υπόνοιες για χειραγώγηση, αφού πολλές φορές αυτοί που επιλέγονται είναι παντελώς άγνωστοι και οι διαδικασίες αδιαφανείς
β) να καταργηθεί ο κανόνας της εθνικής γλώσσας, ο οποίος είχε αρθεί από το 1973 μέχρι το 1976 (και κατ’ εξαίρεση για δύο χώρες το 1977, επειδή είχαν ήδη επιλέξει στα αγγλικά, καθώς αρχικά επρόκειτο να διατηρηθεί η άρση, αλλά τελικά το μετάνιωσαν),
γ) να γίνει η επισημοποίηση της προηχογραφημένης μουσικής, χωρίς περιορισμούς, η οποία οδήγησε τελικά στην εξ ολοκλήρου κατάργηση της ορχήστρας. H πρώτοι που αγνόησαν εντελώς την ορχήστρα (όλα τα όργανα ήταν προηχογραφημένα) ήταν οι Ιταλοί Matia Bazar, το μακρινό 1979. Για πολλά χρόνια υπήρχε η υποχρέωση τα όργανα που ακούγονται play-back να υπάρχουν επί σκηνής και οι μουσικοί να παριστάνουν πως παίζουν (κάποιοι παραβίασαν τον κανόνα αυτόν, π. χ. η Δανία και το Λουξεμβούργο το 1985, αλλά δεν τιμωρήθηκαν)… Μολονότι έγιναν απόπειρες επαναφοράς της ορχήστρας, κυρίως από την Ολλανδία, η οποία προσφέρθηκε να δανείζει κάθε χρόνο αφιλοκερδώς την Metropole Orchestra στη διοργανώτρια χώρα, αλλά και διάφορους μαέστρους που επέμεναν στην αξία της ζωντανής μουσικής και τη βοήθεια που παρέχουν οι ορχήστρς στους καλλιτέχνες να μην τραγουδούν εκτός τόνου, ήταν τόσο ισχυρός ο Meier-Beer που εμπόδισε σθεναρά την όποια προσπάθεια, με την υποστήριξη της Σουηδίας, και συγκεκριμένα του Svante Stockselius, παραγωγού της διοργάνωσης στη Στοκχόλμη το 2000, ο οποίος ήρθε σε ρήξη με τον διευθυντή ορχήστρας Anders Berglund που -φυσικά- υποστήριζε τη χρήση ορχήστρας,
δ) Την επιβολή του κανόνα των BIG 4, ο οποίος θα γινόταν BIG 5, εάν επέστρεφε η Ιταλία (όπερ και εγένετο το 2011). Ουσιαστικά, όποιος πληρώνει τα περισσότερα, εξασφαλίζει αυτόματα μια θέση στον τελικό και δεν κινδυνεύει ποτέ με αποκλεισμό. Η μόνη που αντέδρασε -και μάλιστα πολύ έντονα- ήταν η Εσθονία. Λίγους μήνες μετά, όλως τυχαίως, πήρε το βραβείο με ένα ντεμοντέ τραγούδι που δεν περίμενε κανένας να κερδίσει…
Θα αναρωτηθεί κανείς: “δεν ήταν απαραίτητες οι καινοτομίες; Ο διαγωνισμός ήταν πλέον ξεπερασμένος και είχε ανάγκη να γίνει ξανά mainstream”. Η απάντηση εναπόκειται στο πώς βλέπει ο καθένας τη Γιουροβίζιον και στο κατά πόσον κάθε χώρα έχει χάσει τον χαρακτήρα της. Η αντίρρηση έγκειται στον εκβιαστικό τρόπο, με τον οποίο επιβλήθηκαν αυτές οι αλλαγές, χωρίς να ερωτηθούν οι άλλες χώρες, κάτι που δεν το λέμε εμείς: το έχει κυνικά δηλώσει ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξη!
Πηγή: All conductors of Eurovision (με πολλές δικές μας προσθήκες)
Πολλές πολλες αλήθειες. Και αν ίσως στα late 90s κάποιες αλλαγές ήταν ίσως επιβεβλημενες, τώρα πια οι “εκβιασμοί” γίνονται με τον πλέον στυγνο και κυνικό τρόπο
Ακριβώς. Και μάλιστα δίχως αντιδράσεις, όπως θα έπρεπε…
Θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να βλέπουμε τόσο εχθρικά τις σκανδιναβικές χώρες και ειδικά τη Σουηδία. Εάν δεν υπήρχαν αυτά τα κράτη ο διαγωνισμός δεν θα είχε την ίδια αίγλη και τη συνεχή ανανέωση. Μέσα από τις διοργανώσεις τους και τη συνδρομή τους έχει γίνει ο διαγωνισμός αυτό το υπερθέαμα που βλέπουμε σήμερα. Ίσως η μόνη μου ένσταση να είναι στη χρήση ζωντανής ορχήστρας που πιστεύω ότι πρέπει να επιστρέψει.
Δεν αντιλέγω. Η αντίρρησή μου είναι στον τρόπο, με τον οποίο γίνονται αυτές οι αλλαγές και ανανεώσεις. Δεν προηγείται κάποιος διάλογος, αλλά επιβάλλονται με το “έτσι θέλω”.