Γιούροσταρ κατατρεγμένοι από τη μοίρα. 25. 1980

Estimated read time 6 min read

Ένα “μαύρο σύννεφο” πλανάται πάνω από τη χρονιά αυτή: πρόωροι ή αιφνίδιοι θάνατοι, προβλήματα με καταχρήσεις ή την κατάθλιψη, άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το τραγούδι και να ασκήσουν εντελώς διαφορετικά επαγγέλματα…

Οι καλλιτέχνες της χρονιάς

Blue Danube (AUS 80): πρόκειται για τους Wolfgang «Marc» Berry (1959-), Marty (Martin) Brem (AUS 81, 1959-), Rena Mauris ή Renate Storch (Sarena de Rechenberg, 1953), Sylvia (Silvia) Schramm (1954-) και Wolfgang Weiss (1950-). Το γκρουπ δημιουργήθηκε ειδικά για τον διαγωνισμό. Αμέσως μετά, έφυγαν ο Marty Brem και η Sylvia Schramm, τους οποίους αντικατέστησαν η Lizzy Engstler (αργότερα με τους Mess-AUS 82) και ο Georg Gabler, για να διαλυθούν οριστικά μετά από έναν χρόνο. Ο πολυοργανίστας Wolfgang «Marc» Berry, γιός της γνωστής τραγουδίστριας της όπερας, Christa Ludwig, μετακόμισε για ένα διάστημα στη Γερμανία, όπου συνεργάστηκε-μεταξύ άλλων- και με τον Ralph Siegel. Στη γερμανική επιλογή του 1986 διαγωνίστηκε σε ντουέτο με τη Joy Fleming (GER 75)-4οι. Πολύ γνωστός συνθέτης, έγραψε την αυστριακή συμμετοχή του 1990, ενώ έκανε καριέρα και ως τραγουδιστής σε Αυστρία και Η.Π.Α., παίζοντας μάλιστα και σε μιούζικαλ κάποια από τα οποία έγραψε ο ίδιος. Επιπλέον, εργάστηκε ως καθηγητής φωνητικής και ορθοφωνίας. Πέθανε ξαφνικά στις 18 Ιανουαρίου του 2022, αφήνοντας πίσω του έναν γιο, μία είδηση την οποία δεν έγραψαν τα site της Γιουροβίζιον-την ανακαλύψαμε τυχαία, όσο φτιάχναμε αυτό το αφιέρωμα. Ο Wolfgang Weiß, μετά από μακρά πορεία στα jingles, κάνει πλέον σόλο καριέρα με το όνομα Lupo Bianco. Το 1991 έγραψε ένα τραγούδι για την αυστριακή επιλογή, το οποίο απερρίφθη, αλλά έγινε ραδιοφωνική επιτυχία στην Ιταλία, όπου κάνει πλέον καριέρα. Μεγάλωσε στα χωριά SOS. Σπούδασε γραφιστική, ενώ γνωρίζει και την τέχνη του επιπλοποιού. Έχει δικό του στούντιο ηχογραφήσεων και δισκογραφική εταιρεία, ενώ είναι παράλληλα γνωστός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η Sylvia Schramm (τώρα πλέον Sylvia Moser), τραγουδίστρια του κλασικού τραγουδιού (όπως και η μητέρα της, Helga), από το 1997 διευθύνει την Wiener Residenzorchester, την οποία ίδρυσε μαζί με τον σύζυγό της Paul Moser. Η γυναίκα του Marty Brem Ursula πέθανε αιφνίδια το 2001, αφήνοντάς τον με δύο παιδιά, 9 και 11 ετών. Εμπνευσμένος από τη χόμπυ της να συλλέγει κιμονό, άνοιξε μια μπουτίκ, την Sai So, η οποία φτιάχνει είδη φτιαγμένα από το ύφασμα που χρησιμοποιείται για τα κιμονό. Πιο πριν, αφού πέρασε από διάφορες μπάντες, έγινε δημοσιογράφος σε μουσικό περιοδικό και μετά απέκτησε διευθυντικές θέσεις σε πολυεθνικές δισκογραφικές σε Λονδίνο, Βερολίνο, Σάλτσμπουργκ και Λος Άντζελες. Η Rena Mauris, ήταν χορωδός στην ORF Big Band, πριν περάσει στα jingles. Αφού κυκλοφόρησε κάποια τραγούδια με τα ονόματα Rena on Atom, Sarena Lark και Sadere, εγκατέλειψε γρήγορα το τραγούδι και εντρύφησε στη γλυπτική.

Ajda Pekkan (TUR 80-Ayşe Ajda Pekkan): έχει βοσνιακή καταγωγή. Εγκατέλειψε το σχολείο, για να γίνει αρτίστα. Απαριθμεί 50 χρόνια καριέρας ως ηθοποιός (πάνω από 50 φιλμ) και τραγουδίστρια. Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 σε νυχτερινά μαγαζιά. Επί 20 χρόνια έκανε μόνο διασκευές, μέχρι να αποκτήσει πρωτότυπη δισκογραφία. Πίστεψαν τότε στην Τουρκία ότι θα κέρδιζαν το διαγωνισμό, εξ ου και το τραγούδι κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Η κακή θέση ήταν γι’ αυτούς μεγάλο σοκ και η ίδια έκανε δύο χρόνια να επανέλθει. Έζησε στις Η.Π.Α., όπου έπαθε ίκτερο, από τον οποίο ανάρρωσε μετά από δύο μήνες. Για μεγάλο διάστημα εμφανιζόταν σε τούρκικο κέντρο variété στην Ολλανδία, όπου έμενε με τον Ολλανδό αγαπημένο της, έχοντας πλέον βάψει το μαλλί ξανθό. Παλιές φήμες ότι είναι τρανσέξουαλ δεν ισχύουν. Ο πρώτος της γάμος, το 1973, με τον Coşkun Sapmaz κράτησε μόνο έξι μέρες, ενώ ο δεύτερος με τον Ali Bars, έξι χρόνια (1984-1990). Στο ενδιάμεσο, το 1979, αρραβωνιάστηκε τον δημοσιογράφο Erol Yaraş. Έκανε έξι αμβλώσεις, διότι δεν ήθελε μια εγκυμοσύνη να επηρεάσει την καριέρα της. Μετείχε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Είναι διάσημη και εκτός Τουρκίας (είχε βγάλει ένα άλμπουμ στη Γαλλία), ενώ έχει ηχογραφήσει σε αρκετές γλώσσες.

Άννα Βίσση (GRE 80, CYP 82, GRE 06) & Επίκουροι (GRE 80): γεννήθηκε το 1957 στη Λάρνακα της Κύπρου. Πρωτοκέρδισε σε ένα κυπριακό φεστιβάλ, πριν έρθει πρώτη στη Θεσσαλονίκη το 1977 με το Ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή. Βρέθηκε στη Γιουροβίζιον, μετά από έναν επεισοδιακό εθνικό τελικό, με τα παρατράγουδα να απασχολούν για εβδομάδες τις εφημερίδες. Στη Χάγη χαρακτηριστικό είναι το τρακ της Κέλλυς Σακάκου, όταν εκλήθη να παρουσιάσει τη συμμετοχή και ξέχασε ποιός τραγουδά! Την ώρα που έβγαλε το… σκονάκι, ο Terry Wogan σχολίαζε: «Easy girl!». Το 1982 γνώρισε τον Νίκο Καρβέλα και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Της έχουν χρεώσει κατά καιρούς διάφορες σχέσεις (Δώρος Γεωργιάδης, Γιώργος Νταλάρας, Αντώνης Σαμαράς, Λάμπης Λιβιεράτος, Κώστας Φραγκολιάς, Απόστολος Γκλέτσος, Θοδωρής Ζαγοράκης, Χρήστος Ψωμόπουλος), κυρίως με μικρότερους άνδρες. Οι τρεις Επίκουροι που τη συνόδευσαν έκαναν φωνητικά στον ίδιο εθνικό τελικό στον Κώστα Τουρνά (υπήρξαν υποψήφιοι και το 1978 ή 1979, με το τραγούδι Super star). Την ίδια συνόδευαν αρχικά τρεις χορευτές και μοντέλα της εποχής (Νίκος Αβαγιανός, Σάκης Σαραντόπουλος και Γιώργος Γεωργιάδης), οι οποίοι… απολύθηκαν και προτιμήθηκαν οι τρεις από τους πέντε Επίκουρους: η Εύα Τσελίδου, μετέπειτα τραγουδίστρια των Omega Vibes, που έκανε φωνητικά και στην Ευρυδίκη το 1994, καθώς και οι αδελφοί Ζαχαρίας και Αχιλλέας Μιχαηλίδης που είχαν ήδη καριέρα στην Τσεχία, πριν επαναπατριστούν. Αξίζει να διαβάσετε την ιστορία τους εδώ. Μετά από τη Γιουροβίζιον του 2006 απείχε επί 2, 5 χρόνια. Κατέχει το ρεκόρ επανεμφάνισης καλλιτέχνη με 24 χρόνια, ενώ είναι και η μόνη που έχει εκπροσωπήσει δύο χώρες, σε διαφορετικές γλώσσες, σε διαφορετικούς αιώνες!

Sophie & Magaly (LUX 80-Sophie Sandrine & Magali Gilles-Giovanonni): Δίδυμες, γεννήθηκαν το 1962 στο Neuilly-sur-Seine της Γαλλίας. Υπήρξαν και μανεκέν για εφηβικό περιοδικό. Η τραγουδιστική καριέρα τους κράτησε μόλις δύο χρόνια. Κατηγόρησαν τον Ralph Siegel ότι, ενώ το τραγούδι πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, οι ίδιες πήραν ένα αστείο ποσό. Στον ρόλο του πιγκουίνου ήταν ο Jean-Paul Cara, γνωστός τραγουδιστής, με γιουροδιασυνδέσεις (συνθέτης FRA 77, 81, στιχουργός FRA 76). H Magaly πέθανε από AIDS το 1996 και η δίδυμη αδερφή της Sophie, έπασχε από κατάθλιψη και ζούσε για χρόνια κλεισμένη στο σπίτι της, στη Νότια Γαλλία, με τα παράθυρα κλειστά. Έκανε μία και μοναδική τηλεοπτική εμφάνιση το 2012, όπου αποκάλυψε την ιστορία τους. Η ίδια πέθανε το 2019.

Samira Bensaïd (MAR 80-Samira Abdul Razzaq Bensaïd): γεννημένη το 1958 στο Ραμπάτ του Μαρόκου, κάνει καριέρα ήδη από το 1969 και αποτελεί ακόμα ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της αραβικής μουσικής, με νέο όνομα: Samira Said. Από το 1977 ζει μόνιμα στο Κάιρο, όπου εκτοξεύτηκε η καριέρα της. Έχει διπλή υπηκοότητα. Μεταξύ 1988 και 1994 ήταν παντρεμένη με τον Αιγύπτιο μουσικό Hany Mehanna, ενώ είναι πλέον παντρεμένη με τον Αιγύπτιο επιχειρηματία Mustafa Naboulsy, από τον οποίο απέκτησε έναν γιο. Πολυβραβευμένη, έχει κυκλοφορήσει 46 άλμπουμ.

Alan Sorrenti (ITA 80): γεννήθηκε στη Νάπολη το 1950 από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ουαλλή. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ουαλλία. Εκπρόσωπος της λεγόμενης «Πειραματικής Σχολής», ξεκίνησε το 1972 με ιταλικά και ναπολιτάνικα τραγούδια. Ένα από αυτά, το Dicitincello vuje, τον κάνει γνωστό. Γνώρισε όμως την πραγματική επιτυχία το 1978 με το Figli delle stelle. To 1979, και ενώ παρευρισκόταν στο Σαν Ρέμο, έφυγε εσπευσμένα για το Λος Άντζελες (έμενε τότε μόνιμα εκεί), διότι έπαθε ένα ατύχημα η Αμερικανή σύζυγός του και μοντέλο, Tony Lee Carland. Αργότερα, στράφηκε στη ντίσκο. Εμφανίζεται σπάνια στην Ιταλία. Το τραγούδι έγινε τότε μεγάλη επιτυχία σε αρκετές χώρες (και στην Ελλάδα). Το 1983 η σύζυγός του τον έπιασε στη βίλλα τους στο Morlupo με μια νεαρή Σουηδή, ονόματι Hanna Kirsten. Από τη φασαρία επενέβη η αστυνομία, η οποία εντόπισε μικροποσότητα ηρωίνης. Η σύζυγος κατηγόρησε τον Sorrenti για χρήση και διακίνηση ναρκωτικών. Ως εκ τούτου, φυλακίστηκε για μερικούς μήνες. Έκανε τέσσερα χρόνια να επανέλθει, μέχρι να ξεχαστεί το σκάνδαλο. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ασπάστηκε τον βουδισμό, ακολουθεί δε τις διδαχές ενός Ιάπωνα μοναχού, του Nichiren Daishonin. Είναι ακόμα ενεργός.

Bamses Venner (DEN 80): το όνομα αφορά στο γκρουπ και σημαίνει «Οι φίλοι του αρκούδου». Είναι οι: Mogens Balle (πιάνο και αρμόνιο), Flemming “Bamse” Jørgensen (τραγούδι και μπάσο), Bjarne Gren Jensen (κιθάρα) και Arne Østergaard (ντραμς). Η συμμετοχή τους είναι ένα παιδικό τραγούδι, το οποίο όμως ακούστηκε πολύ στις σκανδιναβικές και γερμανόφωνες χώρες. Ο τραγουδιστής τους ήταν από τους πιο ευτραφείς του διαγωνισμού και η εμφάνισή τους με τις τιράντες και τα ριγέ ρούχα από τις πλέον αλησμόνητες. Κάθε χρόνο έκλειναν το φεστιβάλ στο Vordingborg Festuge. Ήταν ενεργοί από το 1973 έως το 2011, οπότε ο τραγουδιστής τους, γεννημένος το 1947, απεβίωσε στα 53 του χρόνια από καρδιά (την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2011). Μετά από λίγες αφιερωματικές συναυλίες, αποφάσισαν να διαλυθούν. Κατά καιρούς πέρασαν 18 μουσικοί από τη μπάντα. O Balle, πολυοργανίστας, αφού πέρασε από κάποια γκρουπ, είναι σήμερα καθηγητής μουσικής, στιχουργός και ασχολείται με το audio marketing. O Østergaard, επίσης πέρασε από συγκροτήματα, ενώ δίδασκε ντραμς σε ωδείο, από όπου έχει πλέον αποσυρθεί. Εργάζεται, ωστόσο, ως μουσικός. Ο Jensen συνεχίζει ως συνθέτης και κιθαρίστας. Ο Jørgensen έζησε για δύο μήνες σε ορφανοτροφείο, μέχρι που έγινε η υιοθεσία του από εύπορη οικογένεια που είχε εργοστάσιο λάστιχων. Τρομπετίστας και κιθαρίστας αρχικά, πήρε το παρατσούκλι του “Bamse” (Αρκούδος), όταν υπηρετούσε στο ναυτικό. Ήταν μηχανικός. Το 1970 παντρεύτηκε την Kate και απέκτησαν δύο παιδιά. Έκανε παράλληλα και σόλο καριέρα. Ήταν διαγνωσμένος διαβητικός, όπως και ο γιος του (ο τελευταίος ήδη από τα έξι). Ένας δρόμος και μια πλατεία φέρουν το όνομά του.

Tomas Ledin (SWE 80): γεννήθηκε το 1952 και είναι πλέον επιτυχημένος συνθέτης και παραγωγός. Γιος εκπαιδευτικών, έζησε σε διάφορες πόλεις, λόγω του επαγγέλματος των γονιών του. Έμεινε για λίγο στις Η.Π.Α. με τις ανταλλαγές φοιτητών. Αντιρρησίας συνείδησης, δεν πήγε στον στρατό, ως αντίδραση στον πόλεμο του Βιετνάμ. Έκανε καριέρα από το 1972, αλλά κάποια στιγμή παρουσίασε μεγάλη κάμψη και σταμάτησε το 1984. Επανήλθε δριμύτερος το 1988 και συνεχίζει ακάθεκτος. Γυναίκα του είναι η Maria, κόρη του μάνατζερ των AΒΒΑ, Stig Anderson (έχουν δύο παιδιά), εξάλλου έκανε φωνητικά στις περιοδείες του διάσημου γκρουπ. Η καριέρα του στη Γερμανία τελείωσε απότομα, όταν το 1988 μπερδεύτηκε και αντί να πει « Die Party ist Schluss » (το πάρτυ τέλειωσε) είπε « Die Partei ist Schluss » (το – κομμουνιστικό– κόμμα τέλειωσε). Δεν τον ξανακάλεσαν έκτοτε. Μετείχε αρκετές φορές σε Melodifestivalen, πέντε ως ερμηνευτής και τρεις ακόμα ως δημιουργός. Μεγαλύτερη επιτυχία από αυτές τις συμμετοχές το Det ligger i luften, αν και το μπάσο θυμίζει αρκετά το Instant Replay του Dan Hartman. ‘Εμεινε στην ιστορία, διότι του έπεσε ένα τμήμα του μικροφώνου, αλλά το διόρθωσε με επιτυχία. Εκ των υστέρων, έπαθε κρίση, όταν σκέφθηκε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.. Στον δίσκο, παίζει πιάνο ο Benny των ABBA. Στο live είχε στα φωνητικά του τον Ισλανδό Fruhter Gunnarson, τον Lennart Sjöholm (φωνητικά SWE 79, 80, 83, 85, 86, 93), τον Mars Grönander και τον Anders Glenmark (επιλογή 73-4ος, 74-8ος, 81-4ος, 84-4ος, 89-2ος).

Για την Paola (SWI 69, 90-Paola del Medico), βλ. 1969.

Vesa-Matti Loiri (FIN 80-Vesa-Matti “Vesku” Loiri): γεννήθηκε το 1945 στο Ελσίνκι και είναι γνωστός τόσο ως ηθοποιός του σινεμά και της τηλεόρασης, ήδη από το 1962, όσο κι ως φλαουτίστας και τραγουδιστής (ο ένατος σε πωλήσεις όλων των εποχών στη Φινλανδία). Διάσημος αθλητής σε πολλά αθλήματα (από μποξ μέχρι χόκεϋ και ποδόσφαιρο), με χρυσά μετάλλια σε πόλο και χάντμπολ, παράλληλα ήταν για χρόνια πρόεδρος της Ομοσπονδίας μπιλιάρδου. Στη βιογραφία του αποκάλυψε ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών στα νιάτα του. Το 1970 έπαθε σοβαρότατο τραυματισμό ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο. Ένας καυγάς με χειροδικία τη δεκαετία του ’70 απέναντι στον τραγουδιστή Frederik του κόστισε μία φυλάκιση 40 ημερών και πρόστιμο για επίθεση. Το 1994 χτύπησε την ηθοποιό Ville Virta, αλλά δεν του ασκήθηκε αγωγή. Το 1977 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με υπνωτικά. Παντρεύτηκε τρεις φορές: ο πρώτος και ο τρίτος γάμος κατέληξαν σε διαζύγιο. Η δεύτερή του γυναίκα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1977 και ο γιος τους με τον ίδιο τρόπο το 1994 στα 20 του χρόνια. Έχασε ακόμα έναν γιο το 2019 από ασθένεια. Τα γεγονότα αυτά τον έστρεψαν στην παραψυχολογία, με τον ίδιο να γίνεται μέντιουμ. Στο ενδιάμεσο είχε τουλάχιστον τρεις συντρόφους. Συνολικά απέκτησε πέντε παιδιά. Επί χρόνια έπασχε από διαβήτη (τον οποίο ρύθμισε τελικά), υπέρταση και άπνοια ύπνου. Το 2010 έπαθε μια κρίση και παραλίγο να πεθάνει από υποξία. Έχασε πολλά κιλά.  Εγκατέλειψε το φλάουτο, διότι το μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού έπαθε ζημιά στα νεύρα λόγω του διαβήτη. Ζούσε για μεγάλα διαστήματα σε εξοχικό σπίτι στη Λαπωνία. Πέθανε τον Αύγουστο του 2022, νικημένος από την επάρατη νόσο.

Sverre Kjelsberg & Mattis Hætta (NOR 80): ισοψήφισαν στην πρώτη θέση με το Bjørnen sover των Åge Aleksandersen & Sambandet. Στην δεύτερη ψηφοφορία κέρδισαν με 5-4. Samiid Ædnan σημαίνει «Χώρα των Σάμι» (= Λαπωνία, βλ. και FIN 77). Το τραγούδι έχει κατά καιρούς ψηφιστεί ως ένα από τα χειρότερα του διαγωνισμού, όλων των εποχών. Ο Hætta τραγούδησε στην τελετή έναρξης των χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων του Lillehammer το 1994. Πίσω από τον έθνικ χαρακτήρα του τραγουδιού κρύβονται αναφορές στα αυτονομιστικά κινήματα των Λαπώνων, τις διαμαρτυρίες των ακτιβιστών τους μπροστά στη Νορβηγική βουλή τον Οκτώβριο του 1979 και τις μαζικές διαδηλώσεις, επί χρόνια, κατά της κατασκευής του υδροηλεκτρικού φράγματος στον ποταμό Alta. Εμφανίστηκαν ξανά μαζί στο πλαίσιο της Γιουροβίζιον του 2010. Το 2016 ο Kjelsberg βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Είχε διαγνωστεί παλιότερα με καρκίνο, από τον οποίο υποτίθεται ότι είχε γιατρευτεί το 2015. Η αιτία θανάτου του δεν αποκαλύφθηκε. Γεννήθηκε και πέθανε στο Tromsø. Ξεκίνησε με τους Pussycats από το 1964 έως το 1967. Μαζί έκαναν αρκετά reunions. Έπαιζε διάφορα όργανα στα συγκροτήματα με τα οποία συνεργάστηκε. Ως ηθοποιός προτιμούσε έργα πολιτικού περιεχομένου. Ο Haetta (1959-), γνωστός και με το λαπωνικό του όνομα Simona Máhtte, ειδικεύεται όχι μόνο στο yoik, αλλά και την παντομίμα. Είναι διπλωματούχος δάσκαλος. Εργάζεται στο Luleå της Σουηδίας.

Για την Katja Ebstein (GER 70, 71, 80), βλ. 1970.

Prima Donna (UK 80): Το γκρουπ σχηματίστηκε στα πρότυπα των Guys & Dolls με τρία ζευγάρια, ειδικά για τη Γιουροβίζιον. Η συμμετοχή τους Love Enough for Two ανέβηκε μόλις στο #48, με τους βρετανούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς να τη χαρακτηρίζουν αξιόλογη αλλά παλιομοδίτικη. Η Γιουροβίζιον ήρθε ανέλπιστα: ο κεντρικός τραγουδιστής Danny Finn είχε ήδη αρνηθεί προτάσεις να συμμετάσχει, ωστόσο ένα μέντιουμ του είπε ότι θα βγάλει πολλά χρήματα χάρη σε μια Stephanie. Πράγματι, λίγο μετά τον προσέγγισε η Stephanie de Sykes, μία από τις δημιουργούς του τραγουδιού. Τον πλαισίωσαν η Sally Ann Triplet (μέλος των Bardo-UK 82), ο Lance Aston (αδερφός της γιουρονικήτριας Jay Aston, των Bucks Fizz, -UK 81), ο Alan Coates, καθώς και οι αδελφές Jane & Kate Robbins, ανηψιές του Paul McCartney. Έβγαλαν ακόμα ένα τραγούδι, το Just Got to Be You και διαλύθηκαν, διότι δεν κατάφεραν να κάνουν επιτυχία. Ο βρετανικός τελικός ήταν επεισοδιακός, αφού ισοψήφισαν στην πρώτη θέση με τη Maggie Moone με το Happy Everything. Οι 14 τοπικές επιτροπές κλήθηκαν να ψηφίσουν ξανά. Οι Prima Donna κέρδισαν με 8 ψήφους, έναντι 6. Στα 65 του, και μετά από σύντομη ασθένεια, πέθανε ο Danny Finn (Kevin Finn, 1950-2016), μια απώλεια που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τον βρετανικό Τύπο. Ξεκίνησε πολύ μικρός με δικό του γκρουπ, τους Kevin Scott & the Kinsmen. Εν συνεχεία προσχώρησε στους Wishful Thinking. Ακολούθησε το τρίο Marty, Paul & Danny (με τους Marty Kristian και Paul Layton), οι οποίοι εντάχθηκαν το 1976 μετά στους New Seekers (UK 72). Εκεί γνώρισε την Eve Graham, με την οποία παντρεύτηκαν. Μαζί αποχώρησαν, για να δουλέψουν ως ντουέτο, αν και κατά καιρούς συνεργάζονταν με τους New Seekers σε διάφορες περιστάσεις. Μετά από τη διάλυση των Prima Donna, συνέχισε ως ντουέτο με τη σύζυγό του, άλλοτε με τα ονόματά τους, άλλοτε με το καλλιτεχνικό όνομα Viva, κάνοντας περιοδείες ακόμα και στην Άπω Ανατολή, μέχρι το 1985, οπότε ακολούθησαν σόλο καριέρα. Στις διάφορες φάσεις της καριέρας του, κυκλοφόρησε 6 άλμπουμ και 18 δισκάκια, κάποια από τα οποία έκαναν επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και τη Γερμανία. Το 2009 αποσύρθηκε οριστικά και έφτιαξε ένα θεματικό πάρκο. Από τους υπόλοιπους τη μεγαλύτερη καριέρα κάνει η Kate Robbins (1958-), τραγουδίστρια και ηθοποιός, ειδική στις μεταγλωττίσεις και τις εκφωνήσεις διαφημίσεων. Είναι χωρισμένη με τρία παιδιά, ςκ των οποίων η Emily Atack είναι γνωστή ηθοποιός. Η αδελφή της Jane άφησε το τραγούδι και ασχολήθηκε με τη γλυπτική. Ακόμα μία αδελφή τους, η Emma προσπάθησε με τις The Pearls το 1989 (4ες). Ο Alan Coates (1953-), αφού δούλεψε για πολλά χρόνια ως κιθαρίστας με τις μπάντες του Broken English και The Hollies, αλλά και πλάι σε μεγάλα ονόματα (Olivia Neton-John, David Cassidy), δραστηριοποιείται πλέον ως συνθέτης. Είναι ιδιοκτήτης της The Voice and Music Company. O Lance Aston (1957-) έγινε ηθοποιός. Η Sally Ann Triplett (1962-) κάνει μεγάλη καριέρα στο θέατρο, κυρίως σε μιούζικαλ. Είναι παντρεμένη με τον ηθοποιό και χορευτή Gary Milner. Έχουν μαζί μια κόρη, ενώ ο σύζυγός της υιοθέτησε και τον γιο της από προηγούμενη σχέση με τον Gary Dyson.

José Cid (POR 80- José Albano Cid de Ferreira Tavares): γεννήθηκε το 1942 στην πόλη Chamusca. Ο παππούς του ήταν βαρώνος και ένας θείος του υποκόμης. Ξεκίνησε το 1956 με τους Os Babies. Έκτοτε πέρασε από πολλά συγκροτήματα. Εγκατέλειψε τη Νομική. Σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία και εργάστηκε στην Αεροπορία ως γυμναστής, ενώ τα απογεύματα έκανε πρόβες σε ένα γκαράζ. Είναι από τις κορυφαίες προσωπικότητες της πορτογαλικής ελαφράς μουσικής. Έχει συμμετάσχει σε πολλά φεστιβάλ. Συνέβαλε ενεργά στην αναγέννηση της μουσικής της χώρας του τη δεκαετία του ’60, κυρίως ως μέλος των ροκάδων Quarteto 1111, οι οποίοι ενέταξαν στις ηχογραφήσεις τους… τσέμπαλο. Γράφει ροκ και ρομαντική μουσική, ενώ δραστηριοποιείται και ως δισκογραφικός παραγωγός. Ήταν υποψήφιος πολλές φορές για τη Γιουροβίζιον. Το 1998 ήταν ο συνθέτης του νικητήριου τραγουδιού και εμφανίστηκε στη σκηνή, ως μέλος των Alma Lusa. Είναι ο δεύτερος Πορτογάλος μετά από τον Carlos do Carmo που παίρνει Latin Grammy για τη συνολική προσφορά του. Ζει σε μία φάρμα, μαζί με την τέταρτη γυναίκα του Gabriela Carrascalão, δημοσιογράφο, σύμβουλο του πρωθυπουργού της χώρας της και εικαστικό από την Ανατολική Τιμόρ και ασχολείται με την ιππασία. Έχει μία κόρη από τον πρώτο του γάμο με την Emilia Infante Pedroso. Αν και συνεργάστηκαν για λίγο, σήμερα έχουν αποξενωθεί. Είναι ένθερμος υποστηρικτής της μοναρχίας. Αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα όρασης, αλλά δεν είναι τυφλός, όπως πιστεύαμε εδώ και δεκαετίες .

Για τη Maggie McNeal (NL 74, 80), βλ. 1974. Στο «θανατικό» αυτής της χρονιάς πρέπει να προστεθεί και ο Rogier Van Otterloo (μαέστρος NL 80, 81, 82, 84, 87), ο οποίος απεβίωσε το 1988, στα 47 του χρόνια από μεσοθηλίωμα (ένα είδος σπάνιου και επιθετικού καρκίνου του υπεζωκότα).

Profil (FRA 80): Δημιουργήθηκαν ειδικά για τον διαγωνισμό και διαλύθηκαν αμέσως μετά, δίχως να βγάλουν άλλο άλμπουμ, παρά μόνο το εν λόγω τραγούδι, την αγγλική διασκευή του, Hey Music Man, και ένα ακόμα τραγούδι, το Jour de Chance. Είναι αξιοσημείωτο ότι κέρδισαν σε μια πολύ δύσκολη επιλογή που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τη Frida Boccara, τον Marcel Amont (αρχικός ερμηνευτής του Tom Pillibi) και τη Simone Langlois. Κανένας τους δεν έκανε μεγάλη επιτυχία. Ο Jean-Claude Corbel πέθανε 43 ετών το 1997, από κρίση άσθματος. Όσο ζούσε, έκανε φωνητικά σε τραγουδιστές της οπερέτας. Είχε παίξει στο σινεμά και το θέατρο και έγραφε τραγούδια για παιδιά, κυρίως για κινούμενα σχέδια. Αργότερα ειδικεύτηκε στις μεταγλωττίσεις. Η Martine Havet έπαιζε σε ταινίες από τότε που ήταν μικρή. Μεταξύ 1957 και 1969 κυκλοφόρησε περίπου 15 άλμπουμ. Πέθανε 67 ετών το 2015. Η Martine Bauer ζει στην πόλη Grâces, όπου παραδίδει μαθήματα πιάνου και φωνητικής. Για πολλά χρόνια έπαιζε πιάνο σε μία ορχήστρα. Ο Francis Rignault έγινε ηθοποιός. Ο Jean-Pierre Izbinski έκανε μικρή σόλο καριέρα τη δεκαετία του ’80 με τρία άλμπουμ. Στη συνέχεια, έγινε φωτογράφος και ειδικός στα visual arts. Πέθανε αθόρυβα τον Ιανουάριο του 2024. Ήταν ανύπαντρος.

Johnny Logan (IRL 80, 87-Seán Patrick Michael Sherrard): Είναι εγγονός λόρδου (του Lord Wilkinson). Ο πατέρας του τραγουδούσε επίσης με ψευδώνυμο, ως Patrick OHagan. Στα τρία του χρόνια μετακόμισαν οικογενειακώς στην Ιρλανδία. Ήταν μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος την εποχή που άρχισε να εμφανίζεται σε παμπ. To 1980 ήταν ακόμα αυστραλός πολίτης, ενώ πήρε μέρος και στην επιλογή του 1979. Έκτοτε ήταν υποψήφιος πολλές φορές. Πήρε την ιρλανδική υπηκοότητα λίγο πριν από τον διαγωνισμό του 1987. Το 1986 παραλίγο να πέσει το αεροπλάνο στο οποίο επιβιβαζόταν. Μπλέχτηκε σε δικαστική διαμάχη με δύο μάνατζερ που τον διεκδικούσαν, κάτι που κατέστρεψε για χρόνια την καριέρα του. Έχει ζήσει κατά διαστήματα στη Γερμανία και τις Η.Π.Α., ενώ είναι ακόμα μεγάλο όνομα στις Σκανδιναβικές χώρες. Ο αδελφός του Mike Sherrard ήρθε τελευταίος το 1985 στην επιλογή. Είναι επιρρεπής εδώ και χρόνια στο ποτό. Αν και παντρεμένος με τρία παιδιά (συν μία κόρη εκτός γάμου από την Τουρκάνα χορεύτρια Burçin Orhon) με την Ailis, υπήρχαν έντονες φήμες για ερωτική του σχέση με τον Ronan Keating, τραγουδιστή των Boyzone. Υπήρξε και ηθοποιός σε σήριαλ. Έχει γράψει πολλά τραγούδια για άλλους καλλιτέχνες.

Trigo Limpio (SPA 80): Το γκρουπ ιδρύθηκε το 1975 από τους Iñaki de Pablo, Luis Carlos Gil και Amaya Saizar, η οποία αποχώρησε το 1979. Την αντικατέστησε η Patricia Fernández μέχρι το 1988, οπότε στο γκρουπ μπήκε η Maite Zuazola για έναν χρόνο, μέχρι τη διάλυση του συγκροτήματος. Το αρχικό τρίο αποτελείται από Βάσκους καλλιτέχνες, από το San Sebastian. Το όνομά τους σημαίνει «Καθαρό σιτάρι». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη Γιουροβίζιον ψηφίστηκαν από τις 6 πρώτες χώρες και από μία μόνον ακόμα προς το τέλος. Έκαναν επιτυχία σε όλη τη Λατινική Αμερική, κυρίως στο Μεξικό, όπου ζούσαν για μεγάλα διαστήματα, και τις Η.Π.Α., ενώ εμφανίστηκαν και στα φεστιβάλ ΟΤΙ και Χιλής. Η Patricia Fernández είχε αποσυρθεί για χρόνια από τα μουσικά πράγματα. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της ανακοίνωσε προφητικά στο λογαριασμό της στο Facebook ότι για λίγες μέρες δεν θα ήταν διαθέσιμη. Ήταν, μετά από τον Danny Finn και τον Sverre Kjelberg ο τρίτος καλλιτέχνης της χρονιάς που απεβίωσε μέσα στο 2016. Ο Iñaki de Pablo προσπάθησε κατά καιρούς να αναβιώσει το γκρουπ, μαζί με άλλους καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων η Amaya Saizar, τραγουδίστρια των Bravo (SPA 84). Ο Luis Carlos Gil, ο οποίος έπασχε επί πέντε χρόνια από την επάρατη νόσο (όπως εξάλλου και η Patricia Fernández), είχε παραδεχτεί σε συνέντευξη πως η επιστροφή του στην κανονικότητα υπήρξε πάρα πολύ δύσκολη. Πέρα από κάποιες σποραδικές ηχογραφήσεις, ουσιαστικά είχε εγκαταλείψει τον χώρο. Έχοντας ως έδρα την ιδιαίτερή του πατρίδα Donostia, εργάστηκε στην εταιρεία Eurocepas, στον τομέα παραγωγής τροφίμων και κρασιού. Η ανακοίνωση του θανάτου του, τον Νοέμβριο του 2023, στα 72 του χρόνια, έγινε από τον τρίτο του συγκροτήματος.

Telex (BEL 80): δημιουργήθηκαν το 1978. Γκρουπ ηλεκτρονικής, ντίσκο, και πανκ μουσικής, ήταν ενεργοί μέχρι το 1989, με αρκετές επιτυχίες, ενώ έκαναν δύο comeback το 2006 και το 2009. Το 2008 “έχασε τη μάχη” στα 66 του από καρκίνο στον λάρυγγα ο θεριακλής Marc Moulin, γεννημένος το 1942, αρχηγός του γκρουπ, ο οποίος έγραφε μουσική και έργα για το ραδιόφωνο και διάφορους καλλιτέχνες,υπήρξε χρονικογράφος, ενώ ίδρυσε και δική του δισκογραφική. Είχε σπουδάσει πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Ο γιος του, με το ψευδώνυμο La Malice, είναι επίσης τραγουδιστής. Οι άλλοι δύο ανακοίνωσαν μετά τον θάνατο του Moulin ότι εγκαταλείπουν τον χώρο. Για τη Γιουροβίζιον δήλωσαν ότι εύχονταν να είχαν έρθει τελευταίοι, αλλά η Πορτογαλία τους χάλασε τα σχέδια… Ο Michel Moers (1947), δηλαδή ο τραγουδιστής τους, που χρησιμοποιούσε συχνά τα ψευδώνυμα Victor Szell και Z-Moor-Z, μετά από σύντομη πορεία σε δύο γκρουπ, έγινε γραφίστας και φωτογράφος. O Dan Lacksman (1950-) έγινε ο πιο περιζήτητος ηχολήπτης και παίκτης synthesizer στο Βέλγιο, με δικό του στούντιο και δεκάδες ηχογραφήσεις. Έχει λανσάρει την καριέρα των Deep Forest με εκατομμύρια πωλήσεις.


5Comments

Add yours
  1. 1
    Θάνος

    Όντως πολλοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν το 1980 έφυγαν πρόωρα. Από την άλλη ας κρατήσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος της συγκεκριμένης χρονιάς:
    1. Συμμετείχαν 3 καλλιτεχνιδες οι οποίες έμελε να γίνουν superstars στις χώρες τους (και όχι μόνο) με καριέρα που αγγίζει τα 50 και πλέον χρόνια, όντας ακόμα εν ενεργεια με star status. Αναφέρομαι φυσικά στις Άννα Βίσση, Ajda Pekkan, και Samira Bensaid!
    2) Είναι η χρονιά που πρωτογνωρίσαμε (και αγαπήσαμε) τον αδιαμφισβητητο Mr. Eurovision! Ενδιαφέρουσα πάντως η φημολογία για ερωτική του σχέση με τον Ronan Keating. Χωρίς να ξέρουμε αν αληθεύει, προσωπικά πάντα μου φαινόταν αταίριαστος με την γυναικα του Ailis, η οποία μπροστά του πάντα έδειχνε ολίγον σαν συντηρητική θείτσα

    • 2
      Dimitrios Mantzilas

      Εννοείται ότι υπάρχουν και θετικά στη χρονιά. Δεν είναι όλα μαύρα!
      Όσο για τον Johnny, μάλλον έκανε κι αυτός έναν λευκό γάμο, για τα μάτια του κόσμου. Βρήκε εκεί μια ταλαίπωρη και την παρουσιάζει για σύζυγο. Η μεγάλη έκπληξη για εμένα ήταν ο Alan Sorrenti. Θα ορκιζόμουν ότι είναι gay…

  2. 4
    όχι άλλο κάρβουνο

    1980: ίσως η χρονιά με τον δυνατότερο Ελληνικό εθνικό τελικό από πλευράς ποιότητας τραγουδιών.
    Και τελικά στείλαμε το πιο αδύναμο…

    • 5
      Dimitrios Mantzilas

      Πήγε εκείνη που είχε τα μέσα (πολιτικά και όχι μόνο…)! Εξαιρετικά τραγούδια πάντως σε εκείνον τον τελικό.

Comments are closed.