Οι καλλιτέχνες του 1968
Carlos Mendes (POR 68, 72- Carlos Eduardo Teixeira Mendes): Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα το 1947. Είναι τραγουδιστής, συνθέτης, ηθοποιός και αρχιτέκτονας. Το 1963 ίδρυσε το συγκρότημα Sheiks (οι Beatles της Πορτογαλίας), τους οποίους εγκατέλειψε το 1967. Το 1973 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική, με την οποία ασχολήθηκε για τρία χρόνια, πριν αφοσιωθεί οριστικά στη μουσική. Με τους Paulo de Carvalho (POR 74, 77) και Fernando Tordo (POR 73, 77) ίδρυσε μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Σε κάποια φάση φεύγει για τη Βραζιλία, για να εργαστεί ως ηθοποιός σε διάφορα θέατρα και τσίρκο. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως τηλεπαρουσιαστής. Έχει να βγάλει δίσκο με νέο υλικό από το 1999.
Ronnie Tober (NL 68-Ronald Edwin Tober): Γεννήθηκε το 1945 στο Bussum. Όταν ήταν τριών ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Albany. Εκεί τραγουδούσε σόλο στην Επισκοπική Εκκλησία St. Peter. Όσο ζούσε εκεί τραγούδησε για σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Kennedy, o Nixon, o Rockefeller. Αργότερα είχε δικά του TV-show, όπου εμφανίζονταν και διεθνείς αστέρες. Το 1998 υπέγραψε σύμφωνο συμβίωσης με τον σύντροφό του, Jan Jochems, με τον οποίο είναι μαζί από το 1967. Ένα χρόνο μετά διαγνώστηκε με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη και υπεβλήθη σε χημειοθεραπεία. Το 2000 παντρεύτηκε. Το 2002 ίδρυσε το “Ronnie Tober Foundation”, ίδρυμα που βοηθά μέσω της μουσικής ανθρώπους με νοητική υστέρηση και αναπτυξιακά προβλήματα. Εκτός από ένα διάλειμμα μεταξύ 1992 και 2008, δεν σταμάτησε να είναι ενεργός δισκογραφικά με πολλούς δίσκους και αναρίθμητα singles.
Claude Lombard (BEL 68): Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1946. Μουσικός, συνθέτης και τραγουδίστρια. Αργότερα διακρίθηκε ως κωμική ηθοποιός. Ήταν κόρη της Claude Alix (συνθέτις BEL 56β), μεγάλης αρτίστας των καμπαρέ. Το 1973 επέστρεψε στη Γιουροβίζιον, κάνοντας φωνητικά στους Nicole & Hugo. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Εκεί ειδικεύτηκε στα τραγούδια για παιδιά και παιδικά προγράμματα. Από το 1991 ήταν υπεύθυνη του μουσικού τμήματος παιδικών ταινιών, όπως αυτές της Disney. Υπήρξε διάσημη για τα ντουμπλαρίσματα ξένων ταινιών και σήριαλ. Ήταν μόνιμη χορωδός στις συναυλίες του Charles Aznavour μέχρι τον θάνατό του. Η ίδια απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 2021.
Karel Gott (AUS 68-Karel Gottar): Ήταν Τσέχος, γεννημένος το 1939 στο Plzeň (τότε Pilsen), ειδικευμένος στο Schlager. Το 2015 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες από τον οποίο γιατρεύτηκε, ωστόσο το 2019 διαγνώστηκε με οξεία λευχαιμία. Δύο εβδομάδες μετά πέθανε. Σπούδασε ηλεκτρολόγος, μάλιστα εξάσκησε και το επάγγελμα για ένα διάστημα. Ήθελε να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης, αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Η Χάρτα 77 ήταν ένα κείμενο του Vaclav Havel και άλλων αγωνιστών κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Karel Gott συντάχθηκε υπέρ της κυβέρνησης και συνεργάστηκε στην ενορχηστρωμένη αντίδραση κατά της Χάρτας. Η αλήθεια είναι ότι τον εκβίασαν να το κάνει, αν ήθελε να συνεχιστεί η καριέρα του: το 1977, όταν τα Σοβιετικά στρατεύματα ήταν ακόμα παρόντα, ηχογράφησε ένα τραγούδι για τον Jan Palach, που το 1969 είχε αυτοπυρποληθεί, για να προβάλλει αντίσταση στην Σοβιετική κατοχή. Έκανε τεράστια καριέρα (θυμίζουμε μόνο τη “Μάγια τη Μέλισσα”), όχι μόνο ως τραγουδιστής, αλλά και ως ζωγράφος στις γερμανόφωνες χώρες, καθώς και εκείνες του πρώην Ανατολικού μπλοκ.
Chris Baldo & Sophie Garel (LUX 68-Christian Baldauff & Lucienne Garcia): αρχικά είχε επιλεγεί μόνος του, αλλά ήταν εντελώς ανεπαρκής, έτσι προτάθηκε να σταθεί στο πλάι του η ηθοποιός Sophie Garel, φορώντας ένα χαριτωμένο φορεματάκι, μολονότι είναι εντελώς παράφωνη, για να γίνει η εμφάνιση λίγο πιο «νόστιμη». Γι’ αυτόν τον λόγο τραγουδά μόνο στα ρεφραίν μαζί του. Εξάλλου είναι η μόνη της καριέρα στον χώρο της μουσικής. Εκείνος, από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Λουξεμβουργιανό, γεννήθηκε στο Μεγάλο Δουκάτο, όπου και πέθανε το 1995 στα 51 του χρόνια, από άγνωστη αιτία. Ξεκίνησε ως κιθαρίστας σε γκρουπ. Σταμάτησε τη δισκογραφία το 1971, ενώ η τελευταία του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1982. Για ένα μεγάλο διάστημα παρουσίαζε νυχτερινή εκπομπή στο RTL. Το 1993, και ενώ είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι απεβίωσε, εμφανίστηκε σε ένα μουσικό ντοκυμανταίρ, όπου το διέψευσε. Εκείνη, κόρη αρωματοπώλη, γεννημένη στο Oran της Αλγερίας το 1942, κωμική ηθοποιός και παραγωγός στο Radio Monaco, είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Ξεκίνησε ως τηλεπαρουσιάστρια στο Télé Oran. Το 1961 ο πολιτικές αναταραχές την φέρνουν στη Mασσαλία, όπου εντάσσεται στο κανάλι TMC. Τηλεοπτικό δίδυμο (κάτι σαν ‘Φώτης και Μαρία’) στο RTL με τον Fabrice παρουσιάζουν μαζί διάφορες εκπομπές, ενώ έχει κάνει το ίδιο και μόνη της. Το 1994 μαζί με τη σχεδιάστρια μόδας Peggy Laurence ίδρυσαν την εταιρεία μόδας Sophie Garel Couture. Σύντροφος του ηθοποιού Jean Yanne, απέκτησε μαζί του ένα γιο, τον Thomas, που εργάζεται ως μουσικός στη Νέα Υόρκη.
Gianni Mascolo (SWI 68) : Ιταλός, γνωστός και ως Gino Mascolo, γεννήθηκε το 1940 στο Μιλάνο, στου οποίου την περίφημη Σκάλα ήταν χορωδός. Με εμφανίσεις σε μέρη εντελώς διαφορετικά, όπως τα νυχτερινά μπαρ και οι αίθουσες χορού, δεν κατάφερε να κάνει τίποτα εντυπωσιακό στην καριέρα του. Το τελευταίο του single (από τα συνολικά 7) κυκλοφόρησε το 1969, πριν αποσυρθεί οριστικά από τη μουσική βιομηχανία. Για πολλά χρόνια υπήρχε η φήμη ότι δεν ζει πια και τελικά αυτό ισχύει, όπως μαθεύτηκε μέσω ενός E-mail που έστειλε η Αγγλίδα σύζυγός του Carolyn στις 24/02/2021 στον υπεύθυνο του site “All Conductors of Eurovision”. Για χρόνια διατηρούσε ιταλικό εστιατόριο στο Sydenham, στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο, μαζί με τη σύζυγό του, μάλιστα τραγουδούσε συχνά για τους θαμώνες, ωστόσο, πέθανε αθόρυβα το 2016.
Line & Willy (MON 68- Line Van Meelen et Claude Boillod): Ανδρόγυνο. Ειδικεύτηκαν στο βαριετέ, πριν περάσουν, όπως είπαμε, στα παιδικά τραγούδια. Πολλά από αυτά μιλούν για μια γυναίκα που προσπαθεί να αποκτήσει παιδί (μάλλον η ίδια η Line), αλλά δεν τα καταφέρνει. Η Line, το επώνυμο της οποίας υποδηλώνει ολλανδική ή φλαμανδική καταγωγή, μετά από το διαζύγιό τους, τo 1980 ή το 1983, εγκαταστάθηκε στην πόλη Amiens και συνέχισε με σόλο καριέρα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια εμφανιζόταν στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Αγγλία, συνοδεία ενός ή δύο κιθαρωδών, τραγουδώντας αποκλειστικά γαλλικά τραγούδια, όμως τρία bypass κατέστησαν τις μετακινήσεις και τις εμφανίσεις της δύσκολες. Ο Willy εξαφανίστηκε από τα μουσικά δρώμενα. Οπωσδήποτε δεν συνέχισε τη δισκογραφία, ενώ αγνοούμε αν συνέχισε με κάποιες εμφανίσεις. Δεν γνωρίζουμε, επίσης, αν έκανε άλλη δουλειά. Ήδη από τη δεκαετία του ’90, αποσύρθηκε στη Νότια Γαλλία, στο Peypin, όπου και “έφυγε” το 2018, όπως ακριβώς έζησε: αθόρυβα… H Line απεβίωσε με τη σειρά της τον Μάη του 2023.
Claes-Göran Hederström (SWE 68): Γεννήθηκε στο Danderyd, Βόρεια της Στοκχόλμης τo 1945. Τον ανακάλυψε ο Mats Olsson. Πήρε δική του εκπομπή στην τηλεόραση, απέκτησε υστερικές φαν και τον χαρακτήρισαν ως «Tom Jones» της Σουηδίας, πραγματικό είδωλο της εποχής. Το τραγούδι του έκανε τις μεγαλύτερες πωλήσεις από όλες τις έως τότε συμμετοχές στο διαγωνισμό (165.000 αντίτυπα και # τόσο στο Svensktoppen, όσο και στο Kvällstoppen). Ήταν παντρεμένος από το 1973 με την Margarehta Beverloo. Είχε δύο κόρες και τρία εγγόνια. Για πολλά χρόνια, από το 1983 και μετά, είχε εξαφανιστεί εντελώς από τη μουσική σκηνή (σπανιότατα τραγουδούσε country και western τραγούδια), αφότου συνελήφθη δύο φορές μεθυσμένος, κάτι που του κατέστρεψε την καριέρα, πάνω που η φωνή του ήταν στα καλύτερά της. Αφού εργάστηκε ως δάσκαλος και ως λιμενεργάτης, κατέληξε να πουλά έπιπλα στο Norrköping. Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλη η αγάπη του κοινού και η νοσταλγία για τα παλιά τραγούδια, που αποφάσισε να επιστρέψει. Το 2002 τον κάλεσαν στο Melodifestivalen, στον ημιτελικό που γινόταν ακριβώς στο Norrköping. Έκτοτε δεν σταμάτησε τις εμφανίσεις. Πέθανε τον Νοέμβριο του 2022. Η αιτία θανάτου δεν αποκαλύφθηκε.
Christina Hautala (FIN 68): Γεννήθηκε το 1848 στη Στοκχόλμη (εξ ου και η κακή της προφορά στα Φινλανδικά) από Φινλανδούς γονείς. Το 1966 με τραγούδι της Françoise Hardy (ΜΟΝ 63) μπαίνει σε δισκογραφική εταιρεία, η οποία έψαχνε τότε για νέα ταλέντα. Της έδωσαν δίσκους, για να βελτιώσει την προφορά της στα Φινλανδικά. Μαζί με τον τραγουδιστή Johnny (που αργότερα εργάστηκε στις δημόσιες σχέσεις διαφόρων εταιρειών, συνελήφθη για απάτη, το έσκασε το Ισραήλ, από όπου απελάθηκε, και καταδικάστηκε τελικά σε ενάμισι χρόνο φυλάκιση) εμφανίστηκαν σε πολλές συναυλίες. Σταμάτησε πρόωρα τη δισκογραφία, ο οποία μετρά 12 singles, ήδη από το 1970. Κάποια στιγμή βαρέθηκε να λέει τα ίδια τραγούδια, όπως και τη διαδικασία των προβών. Το 1972 αποφοίτησε από το σχολείο και σταμάτησε το τραγούδι. Μετά από τον θάνατο της μητέρας της, μετακόμισε μόνιμα στη Σουηδία, όπου εργάζεται ως ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έκανε μια μικρή επιστροφή με το μοναδικό της άλμπουμ το 2003, σε συνεργασία με το Matti Viita-aho Group. Παρότι η καριέρα της δεν είχε διάρκεια, συγκαταλέγεται στα μεγάλα ονόματα της εποχής.
Για την Isabelle Aubret, βλ. 1962. Το αλληγορικό και ποιητικό La source είχε γραφεί για τη Marie Laforêt και ήταν εμπνευσμένο από την ταινία του Ingmar Bergman, Jungfrukällan (= η Πηγή των Παρθένων), πάνω στο βιασμό μιας κοπέλας μέσα σε ένα δάσος από τρεις άνδρες, θέμα βασισμένο σε ένα μεσαιωνικό σουηδικό θρύλο. Οι bookmakers είχαν δώσει στον στιχουργό Guy Bonnet (FRA 70, 83) το παρατσούκλι “Nobody”. Μετά από τη βραδιά έκλαψε πολύ, διότι ήταν πολύ εύθραυστη σωματικά και ψυχολογικά, μετά από σειρά εγχειρήσεων. Ήταν το 2ο φαβορί, μετά από τον Cliff Richard. Είναι αξιοπερίεργο το ότι, ενώ στην αρχή έπαιρνε πολλούς βαθμούς και ερχόταν πρώτο, ξαφνικά σταμάτησε αυτό, σαν κάποιος να έδωσε άνωθεν εντολή… Όπως μαθεύτηκε το 2023, ο Guy Bonnet όχι μόνο του είχε κάνει διασκευή, αλλά το ερμήνευε ζωντανά πολύ πριν από τον διαγωνισμό, άρα θα έπρεπε να είχε ακυρωθεί…
Sergio Endrigo (ITA 68): Γεννήθηκε το 1933 στην Pola (σημερινή Pula στη χερσόνησο της Ίστριας, η οποία μέχρι το 1947 ανήκε στην Ιταλία, ενώ μετά την πήρε η Γιουγκοσλαβία και ύστερα η Κροατία) και πέθανε στη Ρώμη το 2005. Ο πατέρας του ήταν αυτοδίδακτος γλύπτης και εργαζόταν στο τοπικό κοιμητήριο, αλλά και αυτοδίδακτος τενόρος κάνοντας συνεργασίες με μεγάλα θέατρα της εποχής, τον έχασε όμως στα έξι του χρόνια. Κάπως έτσι έγινε συνθέτης και τραγουδιστής ήδη από τα δέκα του χρόνια, διασκεδάζοντας τους οικοδόμους της συνοικίας του σε ένα ταβερνάκι που βρισκόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου έμενε και ο ταβερνιάρης του έδινε δύο λίρες. Ο εργοδότης της μητέρας του, που ήταν υπηρέτρια, του έδωσε τα χρήματα, έναντι μιας συλλογής γραμματοσήμων που είχε ο μικρός, προκειμένου να αγοράσει μια κιθάρα. Στα 14 του, πρόσφυγας πια, πήγε σε ένα κολλέγιο στο Brindisi, από όπου τον έδιωξαν μετά από τρία χρόνια, γιατί έγραψε δικό του θέμα έκθεσης, αντί για εκείνο που τους είχε προτείνει η καθηγήτρια. Γύρισε στη Βενετία, όπου εργαζόταν η μητέρα του και έκανε διάφορες δουλειές: delivery-boy στη Mostra, το γνωστό κινηματογραφικό φεστιβάλ, lift-boy σε ξενοδοχείο, απογραφέας και παραλίγο υπάλληλος σε ταχυδρομείο. Προσπάθησε να φύγει για τον Καναδά ή την Αυστραλία, όπου ζητούσαν ξυλουργούς, αλλά δεν τον πήραν λόγω σωματότυπου. Σημαντική ήταν η δωδεκαετής συνεργασία του με τον μαέστρο Luis Enrique Bacalov. Πολλά χρόνια αργότερα τον κατήγγειλε στα δικαστήρια: το 1974 είχε γράψει το τραγούδι Nelle Mie Notti, το οποίο ο Bacalov όχι μόνο παρουσίασε ως δικό του, αλλά το έβαλε στην ταινία “Il postino” και κέρδισε το Oscar το 1996. Για πολλά χρόνια ζούσε με την οικογένειά του (τη σύζυγό του Maria Giulia Bartolocci που παντρεύτηκε το 1963, την κόρη του Claudia, τις 20 γάτες τους, τα σκυλιά και τον παπαγάλο τους) και τη μητέρα του σε μια βίλα στην Mentana, μέχρι το θάνατό της το 1987, οπότε εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Το 1994 έμεινε χήρος. Μετά από μεγάλη περίοδο αποχής, επέστρεψε στο παλκοσένικο το 2000. Τον επόμενο χρόνο έπαθε υπερκόπωση και για αρκετούς μήνες υπεβλήθη σε φυσικοθεραπείες. Διεθνής καλλιτέχνης, εμφανίστηκε σε πλήθος χωρών και ηχογράφησε σε πλήθος γλωσσών (και τα Ελληνικά).
Cliff Richard (UK 68, 73-Harry Rodger Webb): Γεννήθηκε στην Ινδία το 1940 από Άγγλους γονείς. Ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος catering των Ινδικών σιδηροδρόμων. Το 1948 με την απελευθέρωση της Ινδίας, όλη η οικογένεια (έχει και τρεις αδελφές) άφησε τη χλιδή του μεγάρου όπου έμενε και του υπηρετικού της προσωπικού, για να μετακομίσει στην Αγγλία. Όσο εργαζόταν σε εταιρεία λαμπτήρων, έμαθε κιθάρα και πήρε μέρος σε διάφορα γκρουπάκια. Τον καιρό που βρισκόταν στους Drifters πήρε το ψευδώνυμό του: Cliff από το «cliff face» που παρέπεμπε σε βράχο, αλλά και τη ροκ μουσική (rock) και Richard, για να τιμήσει το ίνδαλμά του, τον Little Richard. Το 1968 κλείστηκε σε μια τουαλέτα από τα νεύρα του και περίμενε να του πουν το αποτέλεσμα. Το 1973 είχε πάρει Valium, έτσι ο μάνατζέρ του δυσκολεύτηκε να τον ξυπνήσει, για να τραγουδήσει στον διαγωνισμό. Απείχε επιδεικτικά από τα ναρκωτικά και τις καταχρήσεις και δήλωνε καλός Χριστιανός (αν και αρχικά ήταν Ινδουιστής) και σεμνό παιδί (σε αντίθεση με το image των Beatles ή των Rolling Stones). Σκέφτηκε μάλιστα να εγκαταλείψει την καριέρα του και να γίνει δάσκαλος. Οι φίλοι του τον απέτρεψαν, ηχογράφησε ωστόσο κάποια χριστιανικά άσματα. Προβαλλόταν δε ως ο ιδανικός γαμπρός για όλες τις μαμάδες. Αν και συζεί με έναν πρώην ιερέα, τον John McElynn, αρνείται πεισματικά πως είναι gay. Η μητέρα του έπασχε από άνοια, ενώ ο πατέρας του «έφυγε» στα 56 του. Έκανε θεαματική διεθνή καριέρα τόσο με τους Shadows (UK 75), όσο και μόνος του. Για την προσφορά του έλαβε τον τίτλο του “Sir”.
Odd Børre (NOR 68-Odd Børre Sørensen): Γεννήθηκε το 1939 στο Harstad. Είχε θεωρηθεί τότε η Νορβηγική απάντηση στον Engelbert Humperdinck. Τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία, μετακόμισε στην Κοπεγχάγη, όπου φοίτησε σε μια εμπορική σχολή, πριν επιστρέψει στη Νορβηγία και εργαστεί στην εφημερίδα Aftenposten. Η σύντομη δισκογραφική καριέρα του εκτείνεται από το 1962 μέχρι το 1970. Δυστυχώς το κοινό τον κορόιδευε στο δρόμο μετά τη Γιουροβίζιον, μιμούμενος το τραύλισμα των στίχων, σε σημείο να πάθει νευρικό κλονισμό και λίγο αργότερα να παραιτηθεί από την καριέρα του. Μετά εργάστηκε ως ασφαλιστής στην ασφαλιστική εταιρεία Vesta, ωστόσο, μολονότι είχε ουσιαστικά αποσυρθεί, ξαναπροσπάθησε για τη Γιουροβίζιον το 1977. Το εν λόγω τραγούδι έγινε μολαταύτα το σήμα της τηλεφωνικής εταιρείας Falch Gruppen, το 1996. Πέθανε στα τέλη Ιανουαρίου του 2023 από φυσικά αίτια.
Pat McGeegan(IRL 68-Patrick Mc Guigan): Γεννήθηκε το 1935 στο Clones. Είναι ο πατέρας του Barry Mc Guigan, παγκόσμιου πρωταθλητή στο μποξ το 1985. Τραγουδούσε δε στα ρινγκ το Danny Boy (σε επανέκδοση που σημείωσε μεγάλη επιτυχία), πριν από τους αγώνες του γιου του. Τότε έγινε γνωστός και στην Αμερική. Αν και τραγούδησε σόλο στη Γιουροβίζιον, ο Τύπος παρουσίασε τη συμμετοχή του ως ομαδική συμμετοχή των Skyrockets, οι οποίοι ταξίδεψαν μαζί του, για να τον εμψυχώσουν. Η μικρή καριέρα του κράτησε από το 1963 ως το 1971. Το 1987 πέθανε στα 52 του μετά από μια περίοδο ασθένειας.
Η Massiel (SPA 68-Maria de los Ángeles Felisa Santamaría Ruiz) από μικρή ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, συνθέτις και ηθοποιός. Οι πρώτες της ηχογραφήσεις έγιναν το 1966: Το τραγούδι επρόκειτο να πει ο Juan-Manuel Serrat, επέμενε όμως αυτό να γίνει στα Καταλανικά, έτσι ακυρώθηκε από τη δικτατορία του Φράνκο, που είχε επιβάλει ως επίσημη γλώσσα τα Ισπανικά και τον απέκλεισαν για δέκα χρόνια (έμεινε δε ένα χρόνο εξόριστος). Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίσημο βίντεο-κλιπ είναι με εκείνον και ότι πρόλαβε να ηχογραφήσει το τραγούδι σε έξι διασκευές: καταλανική, αγγλική, γαλλική, ιταλική, πορτογαλική και ισπανική. Η Massiel έμαθε τηλεφωνικώς ότι έπρεπε να πάει στη Γιουροβίζιον (έλειπε σε περιοδεία στο Μεξικό). Αρνήθηκε να τραγουδήσει κατ’ ιδίαν στον Φράνκο, έτσι την μποϋκόταρε το TVE για 9 μήνες. Έχει κάκιστες σχέσεις με τη νικήτρια του 1969, Salomé, γιατί είχε δηλώσει κάποτε ότι η ίδια είχε κερδίσει μόνη της και ότι δεν μοιράστηκε το βραβείο με άλλες τρεις, όπως εκείνη! Ψιθυρίστηκε τότε ότι το 6άρι της Γερμανίας ήταν προσυνεννοημένο, κάτι που επιβεβαιώθηκε πολλές δεκαετίες σε ντοκυμανταίρ του Montse Fernández Villa, με τίτλο “1968. Yo viví el mayo español”, για τις επιπτώσεις του Μάη του ’68 στην Ισπανία του Φρανθίσκο Φράνκο. Ισχυρίστηκε ότι ο δικτάτορας έστειλε αξιωματούχους της Ισπανικής κρατικής τηλεόρασης σε όλη την Ευρώπη, προκειμένου να δωροδοκήσουν κανάλια, προσφέροντας χρήματα, αγοράζοντας σήριαλ και προσφέροντας συμβόλαια σε άγνωστους καλλιτέχνες. Η ιστορία αυτή βασίστηκε στη μαρτυρία του δημοσιογράφου José María Iñigo εργαζόμενου τότε στο TVE. Προκλήθηκε τέτοιος σάλος, ώστε ο τελευταίος αναγκάστηκε να ζητήσει προσωπικά συγγνώμη από την τραγουδίστρια και να ανασκευάσει λίγες μέρες μετά… Σήμερα έχει δική της ραδιοφωνική εκπομπή σε ράδιο της Μαδρίτης. Μετά από δύο γάμους (ο ένας με τον επί χρόνια εραστή της, Ιταλό γόη του σινεμά Vinny Cremonty) και αρκετούς εραστές (αν και είχε υπαινιχθεί κάποτε τις ομοφυλοφιλικές της τάσεις) μετακόμισε με τον γιο της Aitor Carlos Sayas στην Ισπανία, μετά από τέσσερα χρόνια στην Ιταλία, κάνοντας ένα διάλειμμα στην καριέρα της. Το 1998 πρωταγωνίστησε στο φιλμ Cantando a la Vida, με θέμα μια νικήτρια της Γιουροβίζιον που… εξαφανίζεται. Το 2001 έπεσε από το παράθυρο του διαμερίσματός της στον 2ο όροφο (κάποιοι λένε ότι ήταν μεθυσμένη) προσπαθώντας να κλείσει τις γρίλιες και μπήκε στο νοσοκομείο. Διέκοπτε κατά διαστήματα την σταδιοδρομία της, αλλά επανερχόταν. Ο θάνατος της μητέρας της, την οποία γηροκομούσε, αλλά και μια εκφυλιστική ασθένεια, από την οποία έχει χάσει την όραση από το ένα μάτι και κινδυνεύει να τη χάσει και από το άλλο, την ώθησαν στο να αποσυρθεί.
Wenche Myhre (GER 68- Wenche Synnøve Myhre): Γεννήθηκε το 1945 (ανεπίσημα) ή το 1947 (επίσημα) στο Όσλο και ξεκίνησε το 1960 με τον πρώτο της δίσκο. Εκπροσώπησε τη Γερμανία, όπου έκανε (και κάνει ακόμα) μεγάλη καριέρα. Οι εφημερίδες της άσκησαν δριμεία κριτική, διότι ήταν αλλοδαπή, μολονότι το τραγούδι άρεσε πολύ. Η Νορβηγία πάντως τη σνόμπαρε και δεν την ψήφισε. Το 1983, επρόκειτο να πει το Do-Re-Mi, μαζί με τον γιο της. Είχαν όμως από κοινού τραγούδι και στη γερμανική επιλογή, έτσι παραιτήθηκαν από τη νορβηγική. Προτάθηκε για τα φωνητικά, αλλά έστειλαν τελικά την Anita Skorgan, αφήνοντάς την εντελώς απ’ έξω. Το 1992 ήταν πάλι υποψήφια για τη Νορβηγία, με το Du skal få din dag i morgen, η παρουσίαση του οποίου με τα μαντήλια στην πίσω τσέπη περιείχε σαφή ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα. Το νορβηγικό κοινό την πρότεινε ως παρουσιάστρια του διαγωνισμού το 1996, αλλά η θέση δόθηκε στην Ingvild Bryn. Χώρισε από τον πρώτο της άνδρα, Δανό οδοντίατρο, έχοντας μαζί του τρία παιδιά. Δεύτερος σύζυγός της ήταν ο παραγωγός Michael Pfleghar, ο οποίος είχε στείλει πολλά τραγούδια στις γερμανικές επιλογές τη δεκαετία του ’80 και ο οποίος αυτοκτόνησε λίγο μετά, λόγω κακής κριτικής για ένα σώου του-έχει ένα παιδί με αυτόν. Ο τρίτος της άνδρας είναι ιδιοκτήτης ξενοδοχείου. Ο συνθέτης του τραγουδιού Horst Jankovski (συνθέτης GER 68) πέθανε από την επάρατη νόσο.
Luči (Luciano) Kapurso & Hamo Hajdarhodžić (YUG 68): Στην ουσία πρόκειται για δύο από τα μέλη των Dubrovački Trubaduri. Ο κανονισμός που απαγόρευε τότε τα γκρουπ τους υποχρέωσε να εμφανιστούν ως ντουέτο. Επιπλέον τους επέτρεψαν μόνο άλλους τρεις στα φωνητικά. Έτσι ο έκτος του γκρουπ (Slobodan Berdović) έμεινε εκτός σκηνής. Τα υπόλοιπα μέλη τους τότε ήταν ο Ladislav Padjen, «Laci» (ντραμς, φωνητικά) και ο Slobodan Berdović, «Bobo» (πιάνο, όργανο, φωνητικά). Ο θάνατος του Marko Brešković (μπάσο, κοντραμπάσο· 1942-2010 μετά από μάχη με τον καρκίνο) τους συγκλόνισε και το γκρουπ ξαναβγήκε στο φως της δημοσιότητας με τις δηλώσεις τους. Αρχηγός τους ήταν ο Đelo Jusić, γεννημένος το 1939 (συνθέτης, κιθάρα, μαντολίνο, πιάνο, όργανο, φωνητικά) που πέθανε το 2019 μετά από μακρόχρονη και σοβαρή ασθένεια. Υπήρχαν από το 1962, ως ποπ-φολκ μπάντα που ιδρύθηκε στο Ντουμπρόβνικ και ήταν διάσημοι σε όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία. Υπάρχει η πληροφορία ότι το τραγούδι προτάθηκε να γίνει εθνικός ύμνος της Γιουγκοσλαβίας, καθότι ήταν γνωστοί πατριώτες. Προσπάθησαν άλλη μια φορά το 1976, χωρίς τον Hamo Hajdarhodžić, με το Zeleni se ružmarin (13οι) και διαλύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο πρώτος διατηρεί καφετέρια στο Ντουμπρόβνικ.
Μεγάλα ονόματα και το 1968:
Richards, Endrigo (και οι δυο τους σάρωναν στα κλαμπς και τα ραδιόφωνα την εποχή των γονιών μου 🙂 ), Gott (πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία του), Aubret.
Το Quand tu reviendras είναι για μένα η κορυφαία Βελγική συμμετοχή ever και το #1 μου για εκείνη τη χρονιά.
LOL
Την εποχή που ήταν νέοι οι γονείς μου εννοώ!
Αγαπώ ομοίως το quand tu reviendras, αλλά και το γαλλικό la source (το προσωπικό μου 12αρι εκείνη τη χρονια), το οποίο για κάποιο λόγο μου βγάζει μια αίσθηση Μάη 68. Ακόμα και το congratulations με τον cliff θα το προτιμούσα για νικητήριο από το “la la la”.
Εννοείται ότι το Congratulations θα το προτιμούσα κι εγώ από το La La La.